Τι σημαίνει το must στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης must στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του must στο Αγγλικά.
Η λέξη must στο Αγγλικά σημαίνει πρέπει, πρέπει, πρέπει, πρέπει, πρέπει, πρέπει, πρέπει, επιβάλλεται, μούστος, πρέπει, περίοδος αναπαραγωγής, οφείλω να τονίσω, προκύπτει, συνεπάγεται, έπεται, είναι πολύ πιθανόν, έτσι είναι γραφτό, προκύπτει, συνεπάγεται, έπεται, απαραίτητος, αναγκαίος, απαραίτητος, αναγκαίος, που πρέπει να το δεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης must
πρέπειauxiliary verb (obligation: have to) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) You must get a new driving licence. Πρέπει να βγάλεις καινούρια άδεια οδήγησης. |
πρέπειauxiliary verb (be expected to) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) You must always finish your work on time for this teacher. |
πρέπειauxiliary verb (should: strong) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) You must report these things to the police. |
πρέπειauxiliary verb (feel obligation to) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) I must phone Julie later. I promised I would. |
πρέπειauxiliary verb (have necessity) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) I must have one of those purses! Where can I buy one? |
πρέπειauxiliary verb (estimate) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) I'm not sure how much, but I must drink over three glasses of water a day. Δεν είμαι σίγουρος πόσο ακριβώς, αλλά πρέπει να πίνω πάνω από τρία ποτήρια νερό τη μέρα. |
πρέπειauxiliary verb (is it necessary) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Must you always sing that stupid song? |
επιβάλλεταιnoun ([sth] necessary) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Having a computer these days is a must. Σήμερα είναι must να έχεις ηλεκτρονικό υπολογιστή. |
μούστοςnoun (unfermented pressed grapes) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The winemaker inspected the must for abnormalities. |
πρέπειauxiliary verb (be obliged to) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) I must attend court on Monday or I will be arrested. |
περίοδος αναπαραγωγήςnoun (zoology: male breeding season) (για αρσενικά ζώα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It is common for elephants to fight when they are in musth. |
οφείλω να τονίσωverbal expression (It is important that) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I must emphasize that this situation is very serious. |
προκύπτει, συνεπάγεται, έπεταιverbal expression (has to be true) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The cat has just had kittens, so it must be female. |
είναι πολύ πιθανόνverbal expression (it is very probably) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If the newspaper says it's true, it must be. The dog is barking; it must be the mailman. Αν η εφημερίδα λέει πως είναι αλήθεια, είναι πολύ πιθανόν. Ο σκύλος γαβγίζει. Είναι πολύ πιθανόν να ήρθε ο ταχυδρόμος. |
έτσι είναι γραφτόverbal expression (it is fated) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No sane man seeks his own death; but if it must be, let it be swift and painless. |
προκύπτει, συνεπάγεται, έπεται(it is necessarily or unavoidably true) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It is difficult to believe, but based on the evidence it must be so. |
απαραίτητος, αναγκαίοςnoun ([sth] essential to own) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This useful book is a must-have for all dog owners. |
απαραίτητος, αναγκαίοςadjective (essential or desirable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This scarf is the must-have accessory for all fashion lovers. |
που πρέπει να το δειςadjective (informal ([sth] recommended to be seen) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Citizen Kane is one of the must-see movies of all time. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του must στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του must
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.