Τι σημαίνει το litter στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης litter στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του litter στο Αγγλικά.

Η λέξη litter στο Αγγλικά σημαίνει σκουπίδια, άμμος, γέννα, ρίχνω σκουπίδια σε κτ, πετάω σκουπίδια σε κτ, ρίχνω σκουπίδια, πετάω σκουπίδια, κάνω σκουπίδια, παλανκίνο, φορείο, ξηροτάτητας, γεννάω, γεννώ, φτιάχνω φωλιά για κτ, γεμίζω, καλύπτω, τουαλέτα γάτας, χώμα για τις γάτες, σκουπιδοτενεκές. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης litter

σκουπίδια

noun (uncountable (trash in street)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The streets were filled with litter because the waste management workers were on strike.
Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι σκουπίδια επειδή οι εργαζόμενοι στην διαχείριση απορριμμάτων απεργούσαν.

άμμος

noun (uncountable (gravel for pet waste)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I changed the litter in the cat's tray.
Άλλαξα την άμμο στην τουαλέτα της γάτας.

γέννα

noun (baby animals) (επίσημο: σύνολο μικρών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dog threw a litter of puppies last month.
Ο σκύλος γέννησε ένα τσούρμο κουταβάκια τον περασμένο μήνα.

ρίχνω σκουπίδια σε κτ, πετάω σκουπίδια σε κτ

transitive verb (throw trash)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
People who litter the pavement really make me angry.
Όσοι ρίχνουν σκουπίδια στο πεζοδρόμιο με εκνευρίζουν πραγματικά.

ρίχνω σκουπίδια, πετάω σκουπίδια, κάνω σκουπίδια

intransitive verb (throw trash) (εκεί που δεν επιτρέπεται)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ben littered because he didn't see a trash can to throw his garbage into.
Ο Μπεν πέταξε τα σκουπίδια κάτω επειδή δεν είδε κάδο για να πετάξει τα ρίξει.

παλανκίνο

noun (vehicle: sedan chair)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The duchess was carried through the streets in a litter.
Η δούκισσα μεταφερόταν στους δρόμους με ένα παλανκίνο.

φορείο

noun (stretcher)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The wounded man was carried to the doctor in a litter.
Ο τραυματισμένος άντρας μεταφέρθηκε στον γιατρό με ένα φορείο.

ξηροτάτητας

noun (uncountable (leaf litter)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The wild pig dug through the leaf litter looking for mushrooms.

γεννάω, γεννώ

intransitive verb (animal: give birth)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The cat littered already, the kittens are almost ready to open their eyes.

φτιάχνω φωλιά για κτ

transitive verb (make a nest)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom littered the guinea pigs with fresh bedding.

γεμίζω, καλύπτω

transitive verb (clutter, cover)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Clothes and papers littered the floor of the office.

τουαλέτα γάτας

noun (toilet box for cats)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
One of my son's chores is to clean out the cat box daily and add fresh litter when needed.

χώμα για τις γάτες

noun (uncountable (toilet material for cats)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκουπιδοτενεκές

noun (UK (trash can)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A lot of people have complained about the lack of litter bins in the area.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του litter στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του litter

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.