Τι σημαίνει το pocket στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pocket στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pocket στο Αγγλικά.

Η λέξη pocket στο Αγγλικά σημαίνει τσέπη, βάζω κτ στην τσέπη, τσεπώνω, τσέπης, πορτοφόλι, πορτοφολάκι, τρύπα, θύλακας, τσέπη, θύλακας αέρος, κενό αέρα, ρεύμα, φυσαλίδα, φουσκάλα, μπουρμπουλήθρα, τσέπη, τσεπούλα, κωλότσεπη, του χεριού μου, στην τσέπη σου, που δεν ξεκολλάει από δίπλα σου, στο τσεπάκι, του χεριού σου, στις δυνατότητες σου, στο τσεπάκι, κόστος, που έχει μπει μέσα, αδειάζω τις τσέπες κάποιου, βιβλίο τσέπης, σημειωματάριο, βιβλίο τσέπης, γεώμυς ο θυλακοφόρος, χαρτζιλίκι, χαρτζιλίκι, είδος μικρού τρωκτικού, ρολόι τσέπης, σε μέγεθος τσέπης, σε μέγεθος τσέπης, τσάντα, τσέπη, σουγιάς, τσέπη, ρελιαστή τσέπη, είμαι υποχείριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pocket

τσέπη

noun (in clothes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pete put his wallet in his pocket.
Ο Πητ έβαλε το πορτοφόλι του στην τσέπη του.

βάζω κτ στην τσέπη

transitive verb (put in pocket)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Polly locked the door and pocketed the keys.
Η Πόλυ κλείδωσε την πόρτα και έβαλε στην τσέπη τα κλειδιά.

τσεπώνω

transitive verb (take unlawfully) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James pocketed some money from the till while the boss wasn't looking.
Ο Τζέιμς τσέπωσε μερικά χρήματα από το ταμείο όσο δεν κοιτούσε το αφεντικό.

τσέπης

adjective (able to be carried in a pocket)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
William takes his pocket calculator everywhere.

πορτοφόλι, πορτοφολάκι

noun (pouch) (χρήματα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vera slipped the brooch into a pocket she was wearing on a strap hanging from her shoulder.

τρύπα

noun (pool table)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lisa potted the black in the top right pocket.

θύλακας

noun (small group or area)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The invading army has won, but there are still pockets of resistance in some places.

τσέπη

noun (figurative (financial resources) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm afraid my pocket can't stretch to that price.

θύλακας αέρος

noun (aeronautics: air pocket)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κενό αέρα, ρεύμα

noun (aeronautics: current of air)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When the plane hit an air pocket, the turbulence knocked the flight attendants off their feet.

φυσαλίδα, φουσκάλα, μπουρμπουλήθρα

noun (air trapped in liquid)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She survived in an air pocket under the capsized boat.

τσέπη

noun (shirt, jacket: pocket on the chest)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The groom kept his hand-written wedding vows in his breast pocket.

τσεπούλα

noun (pants, trousers: small front pocket) (5τσεπο παντελόνι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κωλότσεπη

noun (back pocket of trousers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It is dangerous to keep your money in your hip pocket.

του χεριού μου

expression (under [sb]'s control) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's well-known that the mafia in this town have the mayor in their pocket.

στην τσέπη σου

adverb (literal (inside one of your clothes pockets) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Put your wallet in your pocket, so you won't lose it.

που δεν ξεκολλάει από δίπλα σου

adverb (figurative (person: always with or close to you) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She keeps her son in her pocket even though he's 21 years old now.

στο τσεπάκι, του χεριού σου

adverb ([sb]: subject to your control) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Just because you're pretty it doesn't mean you have all the boys in your pocket.

στις δυνατότητες σου, στο τσεπάκι

adverb ([sth]: within your grasp)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κόστος

adjective (expenses: paid by individual)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

που έχει μπει μέσα

adjective (UK (having made a loss, short of money) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
By the time I'd paid for all the repairs, I was seriously out of pocket.

αδειάζω τις τσέπες κάποιου

verbal expression (steal money from [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The thief picked the passengers' pockets.
Ο κλέφτης άδειασε τις τσέπες των επιβατών.

βιβλίο τσέπης

noun (US (book: small paperback)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σημειωματάριο

noun (UK (notebook)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βιβλίο τσέπης

noun (book in small paperback format)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γεώμυς ο θυλακοφόρος

noun (North American rodent) (επίσημο, λόγιος)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χαρτζιλίκι

noun (child's allowance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When I was a child I got ten cents a week in pocket money, which I usually spent on candy.
Όταν ήμουνα παιδί έπαιρνα κάθε εβδομάδα δέκα λεπτά χαρτζιλίκι, το οποίο συνήθως ξόδευα σε γλυκά.

χαρτζιλίκι

noun (small amount of spending money)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Laura had worked for what amounted to pocket money.
Η Λώρα από τη δουλειά της έβγαλε ένα χαρτζιλίκι.

είδος μικρού τρωκτικού

noun (small rodent of southwestern US)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ρολόι τσέπης

noun (small clock kept in a pocket)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My grandfather had a pocket watch that he kept in his waistcoat.

σε μέγεθος τσέπης

noun as adjective (small enough to fit in a pocket)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε μέγεθος τσέπης

adjective (small enough to fit in a pocket)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τσάντα

noun (US (woman's handbag)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The woman reached into her pocketbook for a mint.

τσέπη

noun (US, figurative (money, ability to pay) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The BMW is too expensive for my pocketbook.

σουγιάς

noun (small portable knife)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Bob accidentally packed a pocketknife in his carry-on luggage and was detained in the airport.

τσέπη

noun (dated (small pocket in clothing for a watch) (ρολογιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ρελιαστή τσέπη

noun (type of pocket)

είμαι υποχείριο

verbal expression (US, figurative, informal (be controlled) (κάποιου)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pocket στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pocket

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.