Τι σημαίνει το noz στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης noz στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του noz στο πορτογαλικά.
Η λέξη noz στο πορτογαλικά σημαίνει καρύδι, καρπός, καρπός, μοσχοκάρυδο, πεκάν, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ο καρπός του φυτού κόλα, μοσχοκάρυδο, μοσχοκαρυδιά, καρυδότσουφλο, καρπός της οξιάς, μακαντάμια, καρπός kola, με γεύση πεκάν, με γεύση ελαιοκάρυδου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης noz
καρύδιsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Simon acrescentou nozes em sua mistura para bolo. Ο Σάιμον πρόσθεσε καρύδια στο μείγμα του κέικ. |
καρπός(σκληρός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Jeff passou o dia inteiro quebrando nozes para a mãe dele no último Natal. Πέρυσι τα Χριστούγεννα ο Τζεφ πέρασε ολόκληρη την ημέρα να καθαρίζει ξηρούς καρπούς για τη μητέρα του. |
καρπός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tirar uma noz da casca sem quebrá-la pode ser complicado. Το να βγάλεις τον καρπό από το κέλυφός του χωρίς να τον σπάσεις μπορεί να είναι ζόρικο. |
μοσχοκάρυδοsubstantivo feminino (tempero) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jane gosta de colocar uma pitada de noz-moscada no espinafre. Στην Τζέιν αρέσει να βάζει λίγο μοσχοκάρυδο στο σπανάκι της. |
πεκάνsubstantivo feminino (είδος ξηρού καρπού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nozes-pecã têm um sabor doce e cremoso. Τα πεκάν έχουν γλυκειά και κρεμώδη γεύση. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>substantivo feminino (tipo de noz) |
ο καρπός του φυτού κόλαsubstantivo feminino (fruta da cola) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μοσχοκάρυδοsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jeff não gosta de temperos em pó, ele sempre compra noz-moscada inteira. Στον Τζεφ δεν αρέσουν τα τριμμένα μπαχαρικά και πάντα αγοράζει το μοσχοκάρυδό του ολόκληρο. |
μοσχοκαρυδιάsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A noz-moscada é uma árvore perene do sudeste asiático. Η μοσχοκαρυδιά είναι ένα αειθαλές δέντρο από τη Νοτιοανατολική Ασία. |
καρυδότσουφλοsubstantivo feminino (για καρύδια) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O chão estava forrado de cascas de nozes, próximo das árvores onde os esquilos as deixaram. Τα τσόφλια ήταν σκορπισμένα στο έδαφος, εκεί που τα είχαν αφήσει τα σκιουράκια κάτω από τα δέντρα. |
καρπός της οξιάς
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μακαντάμια(είδος φιστικιών) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
καρπός kola
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
με γεύση πεκάν, με γεύση ελαιοκάρυδουlocução adjetiva (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Hannah trouxe um bolo de amêndoas e de nozes-pecã para a festa de aniversário. Η Χάνα έφερε μια τούρτα με γεύση αμύγδαλο και πεκάν στο πάρτι γενεθλίων. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του noz στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του noz
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.