Τι σημαίνει το novo στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης novo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του novo στο πορτογαλικά.
Η λέξη novo στο πορτογαλικά σημαίνει νέος, καινούριος, καινούριος, νέος, καινούριος, νέος, καινούριος, νέος, καινούριος, νέος, καινούριος, καινούριος, νέος, καινούριος, αρκετά καινούριος, νέος, καινούριος, πρόσφατος, νέος, πρωτότυπος, νεός, καινούριος, αλλαγμένος, τρυφερός, άπλερος, νεοφυής επιχείρηση, νέο-, καινο-, αναζωογονητικός, ανανεωτικός, κουτάβι, σκυλάκι, ξεκινώ εκ νέου, ξεκινώ και πάλι, αρχίζω εκ νέου, αρχίζω και πάλι, ξανάρχίζω, αρχίζω ξανά, ξαναεπισκέπτομαι, σκέφτομαι, νεόπλουτος, νεόπλουτος, νέα λήψη, νεαρότερος, νεότερος, μεταχειρισμένος, δεύτερο χέρι, καθαρός, καινούριος σε κτ, νέος σε κτ, σαν καινούργιο, για πολλοστή φορά, άλλη μια φορά, πάλι από την αρχή, από την αρχή, σαν καινούριος, ο καλύτερος δυνατός, νεώτερη ειδοποίηση, Άντε πάλι!, όχι πάλι, τα λέμε, επαναληπτική δίκη, ξύπνημα, αφύπνιση εκ νέου, νεογνό κύκνου, επανενταφιασμός, αδερφούλης, επαγγελματικό εγχείρημα, καινούρια αρχή, επιτυχία ανευ προηγουμένου, νέα πνοή, όρεξη για ζωή, ανανεωμένη εμφάνιση, νέο νόημα, νέα αίσθηση, νέα διάσταση, νέο στυλ, νέο τρίμηνο, νέοσ κόσμος, νέο έτος, νεόπλουτος, Πρωτοχρονιά, καλή χρονιά, παραμονή Πρωτοχρονιάς, νέα εμπειρία, πρόσφατη εσοδεία, νέα αρχή, Νέο Μεξικό, Νέο Μεξικό, νέο ξεκίνημα, Καινή Διαθήκη, νέος κορονοϊός, νέος κορωνοϊός, η νέα κανονικότητα, τρώω άλλη μια μερίδα, ξεκινώ εργασία, δοκιμάζω ξανά, δοκιμάζω πάλι, προσπαθώ ξανά, προσπαθώ πάλι, υποβάλλω νέα προσφορά, ρωτώ ξανά, ξαναρωτώ, νιώθω ανακουφισμένος, επαναδιατυπώνω, αγοράζω ξανά, βάζω νέες χορδές σε κτ, μικρότερος, σαν καινούριος, παλιός, έχω επιστρέψει στα καθήκοντά μου, κάτι που δεν ξέρω, άλλη μια φορά, ακόμα μια φορά, νεότερος από, μικρότερος από, Καλή Χρονιά!, επανεξέταση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης novo
νέος, καινούριοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estamos surpresos com a nova abordagem do Terry. Εντυπωσιαστήκαμε από τη νέα προσέγγιση του Τέρι. |
καινούριοςadjetivo (não usado) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ele abriu um novo pacote de salgadinho. Άνοιξε ένα καινούριο πακέτο πατατάκια. |
νέος, καινούριοςadjetivo (recente) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Randy está dirigindo um novo modelo de carro. Ο Ράντι οδηγεί ένα νέο μοντέλο αυτοκινήτου. |
νέος, καινούριοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Leslie está cheia de novas ideias. Η Λέσλι είναι γεμάτη καινούριες ιδέες. |
νέος, καινούριοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) As novas salas de aula serão menos lotadas. Οι νέες σχολικές αίθουσες θα είναι λιγότερο γεμάτες. |
νέος, καινούριοςadjetivo (desconhecido) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estamos entrando em novo território aqui. |
καινούριοςadjetivo (moderno) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Carros novos precisam de trocas de óleo menos frequentes. |
νέος, καινούριοςsubstantivo masculino (novidade) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Fora com o velho e traga o novo! ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο νέος είναι ωραίος, αλλά ο παλιός είναι αλλιώς. |
αρκετά καινούριοςadjetivo |
νέος, καινούριος, πρόσφατοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νέοςadjetivo (novo num emprego) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O novo prefeito tinha um trabalho difícil pela frente. Ο νέος δήμαρχος είχε δύσκολη δουλειά μπροστά του. |
πρωτότυποςadjetivo (criativo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ele trouxe um estilo de pensamento original ao grupo estabelecido já há muito tempo. Έφερε έναν πρωτότυπο τρόπο σκέψης στην ομάδα που συνεργάζεται χρόνια. |
νεός, καινούριοςadjetivo (inexperiente) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ele é novo neste trabalho, mas vai melhorar com o tempo. |
αλλαγμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
τρυφερός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O velho ficou chocado ao ouvir essa linguagem vindo de um dos jovens. Ο ηλικιωμένος κύριος σοκαρίστηκε όταν άκουσε τέτοιο λεξιλόγιο από ένα άτομο σε τόσο τρυφερή ηλικία. |
άπλεροςadjetivo (πουλί) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νεοφυής επιχείρησηadjetivo (negócio: novo) |
νέο-, καινο-adjetivo (α΄συνθετικό επιθέτου) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αναζωογονητικός, ανανεωτικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Οι νέοι διευθυντές παρουσίασαν μερικές ανανεωτικές ιδέες στη συνάντηση. |
κουτάβι, σκυλάκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ξεκινώ εκ νέου, ξεκινώ και πάλι, αρχίζω εκ νέου, αρχίζω και πάλι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξανάρχίζω, αρχίζω ξανά
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se não parecer bom quando você terminar, você precisa recomeçar -- fazer de novo. Εάν δεν δείχνει καλό όταν τελειώσεις, θα πρέπει να το ξαναρχίσεις. Καν' το ξανά. |
ξαναεπισκέπτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκέφτομαι(considerar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Σκέψου αυτά που σου είπα και πες μου αύριο ποια απόφαση πήρες. |
νεόπλουτοςadjetivo (ελαφρώς ειρωνικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νεόπλουτος(pessoa) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
νέα λήψη(cinema) |
νεαρότερος, νεότεροςlocução adjetiva (superlativo de jovem) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ποιός είναι ο νεαρότερος υπάλληλος στην εταιρεία; |
μεταχειρισμένος, δεύτερο χέρι(usado, de segunda mão) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καθαρόςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καινούριος σε κτ, νέος σε κτ
|
σαν καινούργιο
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
για πολλοστή φοράadvérbio (mais uma vez) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άλλη μια φοράlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πάλι από την αρχή, από την αρχήexpressão (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ah não! Esqueci o bolo no forno e agora queimou; vou ter que fazer tudo de novo. |
σαν καινούριοςexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ο καλύτερος δυνατόςlocução adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νεώτερη ειδοποίηση(próximo anúncio) Το εστιατόριο θα παραμείνει κλειστό μέχρι νεωτέρας. |
Άντε πάλι!interjeição (expressando exasperação) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όχι πάλιinterjeição (expressão de descontentamento) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα λέμεinterjeição (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
επαναληπτική δίκη(tribunal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ξύπνημα, αφύπνιση εκ νέου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νεογνό κύκνου
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
επανενταφιασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αδερφούλης(informal) (χαϊδευτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
επαγγελματικό εγχείρημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καινούρια αρχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιτυχία ανευ προηγουμένου(maior sucesso) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νέα πνοή, όρεξη για ζωή(entusiasmo renovado para viver) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανανεωμένη εμφάνιση(mudança na imagem) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
νέο νόημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
νέα αίσθηση(nova percepção) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
νέα διάσταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
νέο στυλ(desenho moderno) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
νέο τρίμηνο(escola, faculdade) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
νέοσ κόσμος(ambiente ou experiência não familiar) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
νέο έτος(período) O ano novo começa em primeiro de janeiro. Το νέο έτος ξεκινάει την πρώτη Ιανουαρίου. |
νεόπλουτοςsubstantivo masculino (que se enriqueceu recentemente) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Πρωτοχρονιάsubstantivo masculino (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) |
καλή χρονιάexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Όλοι τσούγκρισαν τα ποτήρια και ευχήθηκαν καλή χρονιά. |
παραμονή Πρωτοχρονιάς
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Na noite de ano novo, muitas pessoas vão para festas e soltam fogos de artifício. A noite de ano novo é o 31 de dezembro. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς πολλοί πηγαίνουν σε πάρτι και ρίχνουν πυροτεχνήματα. Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς είναι στις 31 Δεκεμβρίου. |
νέα εμπειρία
A aposentadoria certamente é um mundo totalmente novo, há tanto com o que se acostumar. Η σύνταξη είναι μεγάλη αλλαγή, είναι πολλά αυτά που πρέπει να συνηθίσει κανείς. |
πρόσφατη εσοδεία(de safra recente) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
νέα αρχή
|
Νέο Μεξικόsubstantivo masculino (estado dos EUA) (κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.) |
Νέο Μεξικόsubstantivo masculino (estado americano) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
νέο ξεκίνημαexpressão (figurado, recomeçar do zero) |
Καινή Διαθήκη(bíblia) |
νέος κορονοϊός, νέος κορωνοϊόςsubstantivo masculino |
η νέα κανονικότητα
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τρώω άλλη μια μερίδαlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Esse pudim estava delicioso. Posso me servir de novo, por favor? Το γλυκό ήταν απίθανο. Μπορώ να έχω άλλη μια μερίδα, παρακαλώ; |
ξεκινώ εργασία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δοκιμάζω ξανά, δοκιμάζω πάλι, προσπαθώ ξανά, προσπαθώ πάλι
|
υποβάλλω νέα προσφοράexpressão verbal (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ρωτώ ξανά, ξαναρωτώlocução verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
νιώθω ανακουφισμένοςexpressão verbal (sentir-se aliviado) (μεταφορικά) |
επαναδιατυπώνωlocução verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αγοράζω ξανάexpressão verbal Patrick ama o jeans dele e sempre compra de novo o mesmo estilo. |
βάζω νέες χορδές σε κτexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μικρότεροςlocução adjetiva (nascido por último) (αδερφός, αδερφή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η μικρότερη αδερφή μου είναι 10 χρόνια πιο μικρή από μένα. |
σαν καινούριος
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
παλιός(velho, antiquado) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έχω επιστρέψει στα καθήκοντά μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Depois de ficar fora tanto tempo, todos estamos felizes em vê-la de volta à ativa. |
κάτι που δεν ξέρω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Δεν ήξερα τον κανόνα ότι δεν κάνει να τρώμε ποπ κορν στο γραφείο. |
άλλη μια φορά, ακόμα μια φοράlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ele foi reprovado no exame outra vez. Outra vez, meu filho esqueceu de arrumar a cama. Απέτυχε στο διαγώνισμα για άλλη μια φορά. Για ακόμα μια φορά, ο γιος μου ξέχασε να στρώσει το κρεβάτι του. |
νεότερος από, μικρότερος απόexpressão Todos os meus irmãos são mais novos que eu. Όλα τα αδέρφια μου είναι μικρότερα από (or: νεότερα από) εμένα. |
Καλή Χρονιά!interjeição (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επανεξέταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του novo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του novo
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.