Τι σημαίνει το odeur στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης odeur στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του odeur στο Γαλλικά.

Η λέξη odeur στο Γαλλικά σημαίνει οσμή, μυρωδιά, μυρωδιά, που κυριαρχεί, που επικρατεί, μυρωδιά, οσμή, άρωμα, άρωμα, άοσμος, δύσοσμος, άρωμα, βρόμα, ευωδία, βρόμα, μπόχα, που μυρίζει μούχλα, έντονη γεύση, έντονη γεύση, στην μπούκα, δυσωδία, μυρωδιά, σωματική οσμή, δυσωδία, μυρωδιά σώματος, βρόμα, δυσωδία, μυρίζω, μυρίζω σαν, μπόχα, έντονη μυρωδιά, πνιγηρότητα, έντονη μυρωδιά του..., βρομώντας, μυρωδιά, βουχλόη, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης odeur

οσμή, μυρωδιά

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai senti une odeur de tabac lorsque Paul m'a dépassé.

μυρωδιά

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'était une soirée chaude et l'odeur des barbecues flottait au-dessus des jardins de banlieue.

που κυριαρχεί, που επικρατεί

(figuré) (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il y a de relents de xénophobie dans le discours de ce ministre.

μυρωδιά, οσμή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'odeur de ce qui se cuisinait embaumait la maison.
Η μυρωδιά (or: οσμή) του φαγητού γέμισε το σπίτι.

άρωμα

(souvent agréable)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un délicieux parfum flottait dans l'air.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η Γουέντι λατρεύει τη μοσχοβολιά του φρεσκοψημένου ψωμιού.

άρωμα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άοσμος

(επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce gel est inodore et sans alcool.

δύσοσμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άρωμα

(μυρωδιά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un arôme merveilleux vient de la cuisine.

βρόμα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ils ont finalement trouvé la source de la puanteur (or: de la mauvaise odeur) : une souris morte sous le sofa, sans doute laissée là par le chat.
Τελικά εντόπισαν την πηγή της δυσοσμίας: ένα νεκρό ποντίκι κάτω από τον καναπέ που αναμφίβολα το είχε αφήσει εκεί η γάτα.

ευωδία

(ευχάριστη μυρωδιά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le parfum de fleurs printanières remplissait l'air.

βρόμα, μπόχα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un animal est sans doute mort dans la maison pendant qu'elle était fermée pour l'hiver ; Harry a ouvert toutes les fenêtres pour se débarrasser de la puanteur.

που μυρίζει μούχλα

(odeur)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La cave, remplie de vieilles jarres, était sombre et avait une odeur de moisi (or: de renfermé).
Το κελάρι ήταν σκοτεινό, μύριζε μούχλα και ήταν γεμάτο με παλιές νταμιτζάνες.

έντονη γεύση

(goût) (για τρόφιμο)

έντονη γεύση

(για τρόφιμο)

Αυτό το κρέας έχει έντονη γεύση.

στην μπούκα

(μεταφορικά, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ό άντρας μου με ντρόπιασε μπροστά στους φίλους μου και τον έχω στην μπούκα απόψε.

δυσωδία

nom féminin (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Une mauvaise odeur émanait de l'évier.
Μια απαίσια μυρωδιά ερχόταν από τον νεροχύτη.

μυρωδιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Wow, quelqu'un ici a de sacrées odeurs corporelles.

σωματική οσμή

Typiquement, les enfants vont commencer à produire une odeur corporelle une fois qu'ils atteignent la puberté.
Τα παιδιά αρχίζουν, συνήθως, να αναπτύσσουν σωματικές οσμές, όταν μπουν στη εφηβεία.

δυσωδία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μυρωδιά σώματος

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Wow, quelqu'un ici a de sacrées odeurs corporelles.

βρόμα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δυσωδία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μυρίζω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu as senti l'odeur de son nouveau parfum ?

μυρίζω σαν

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπόχα

nom féminin (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le lait caillé avait une très mauvaise odeur.

έντονη μυρωδιά

nom féminin

Il y avait une forte odeur dans l'air mais Paul n'arrivait pas vraiment à déterminer ce que c'était.

πνιγηρότητα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έντονη μυρωδιά του...

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Debout sur la plage, Jenna inspira et sentit la forte odeur de la marée.

βρομώντας

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

μυρωδιά

nom féminin (συχνά με επίθετο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mauvaise odeur était évidente lorsqu'on ouvrit le frigo.

βουχλόη

(plante)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

nom féminin (parfum, senteur)

L'odeur du jasmin remplit le jardin.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του odeur στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του odeur

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.