Τι σημαίνει το nuit στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nuit στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nuit στο Γαλλικά.

Η λέξη nuit στο Γαλλικά σημαίνει νύχτα, σκοτεινιάζει, νυχτώνει, νύχτα, διανυκτέρευση, διανυχτέρευση, νύχτα, σκοτεινός, νυκτόβιος, νυχτερινός, βραδινός, τη νύχτα, το βράδυ, βραδινός, νυχτερινός, βραδινός, άυπνος, άγρυπνος, σούρουπο, νυχτερινό μαγαζί, υπνοδωμάτιο, νυχτερινός, πεταλούδα, νυκτερινός, βραδινός, νυχτερινός, ολονύχτιος, βραδινός, τη νύχτα, κατά τη διάρκεια της νύχτας, μέσα στη νύχτα, όλη την νύχτα, μέρα-νύχτα, μέρα νύχτα, οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτε, νυχθημερόν, εικοσιτέσσερεις ώρες το εικοσιτετράωρο, τη νύχτα, το βράδυ, από αμνημονεύτων χρόνων, από καταβολής κόσμου, τα μεσάνυχτα, μες στα μαύρα μεσάνυχτα, τη νύχτα, κατά την διάρκεια της νύχτας, αργά το βράδυ, αργά τη νύχτα, 24 ώρες το 24ώρο, εκείνο το βράδυ, εκείνη τη νύχτα, οποιαδήποτε ώρα, κατά τη διάρκεια της νύχτας, τη νύχτα, από πολύ παλιά, όλη τη νύχτα, καθόλη τη διάρκεια της νύχτας, τη νύχτα, στη μαύρη νύχτα, μέσα στη μαύρη νύχτα, καληνύχτα, νυχτικιά, σούρουπο, δειλινό, ηλιοβασίλεμα, νυχτικιά, νυχτικιά, κλάμπερ, νυχτικό, ρούχα ύπνου, πιτζάμα, πιζάμα, πυτζάμα, πυζάμα, ξενώνας, φτηνός ξενώνας, νυχτοφύλακας, ωραία βραδιά, νυχτερινή βάρδια, νυχτερινή βάρδια, δικαστήριο που συνεδριάζει τη νύχτα, νυχτοπούλι, νυχτερινή όραση, νυχτερινή φύλαξη/σκοπιά, νυχτερινός φύλακας, απόψε, γυαλιά νυχτερινής όρασης, νυχτερινό τρένο, νυχτερινό τραίνο, νυχτερινή ζωή, νύχτα γάμου, πρώτη νύχτα του γάμου, νυχτερινός ουρανός, ολονυχτία, δοχείο νυκτός, η μαύρη νύχτα, Νύχτα του Γκάι Φοκς, πιτζάμες, πιζάμες, παλιά χρόνια, νυχτερινές επιχειρήσεις, το σκέφτομαι, χορεύω όλη τη νύχτα, χορεύω όλη νύχτα, χορεύω ως το ξημέρωμα, περνώ τη νύχτα, μένω για το βράδυ, εργάζομαι αργά το βράδυ, μελετώ τη νύχτα, μένω, δεν έρχομαι σπίτι, δεν γυρίζω, κάνω μια στάση, κοιμάμαι στο σπίτι κάποιου άλλου, κάνω μια στάση σε κτ, ολονύχτιος, συνεχής, διαρκής, ασταμάτητος, αδιάκοπος, πίσσα σκοτάδι, τη νύχτα, για τη νύχτα, το βράδυ, για το βράδυ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nuit

νύχτα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'était une nuit sombre et froide.
Ήταν ένα κρύο, σκοτεινό βράδυ.

σκοτεινιάζει, νυχτώνει

nom féminin

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Mes parents veulent que je rentre avant la nuit.
Οι γονείς μου θέλουν να γυρίζω πριν πέσει το σκοτάδι.

νύχτα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διανυκτέρευση, διανυχτέρευση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νύχτα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ma fille prépare ses affaires pour passer la nuit chez ses grands-parents.

σκοτεινός

(absence de lumière)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il faisait drôlement sombre quand je me suis réveillée à la maison.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το σπίτι ήταν σκοτεινό όταν ξύπνησα.

νυκτόβιος

(animal, fleur,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les rats sont des animaux nocturnes. Généralement, ils dorment en journée.
Οι αρουραίοι είναι νυκτόβια ζώα. Συνήθως κοιμούνται κατά τη διάρκεια της μέρας.

νυχτερινός, βραδινός

(vision,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le ciel nocturne est rempli d'étoiles.
Η νυχτερινός ουρανός είναι γεμάτος αστέρια.

τη νύχτα, το βράδυ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les chauves-souris ne se nourrissent que la nuit. Mon chat est plus alerte et joueur la nuit.
Οι νυκτερίδες τρέφονται μόνο τη νύχτα. Η γάτα μου είναι συχνά πιο ξύπνια και παιχνιδιάρα το βράδυ.

βραδινός

adjectif invariable (spécifique pour la nuit)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le vieil homme dormait avec un bonnet de nuit.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα παιδιά θέλουν να είναι αναμμένο το φωτάκι νυκτός για να μην είναι τελείως σκοτεινό το δωμάτιο.

νυχτερινός, βραδινός

adjectif invariable (travaillant la nuit)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les gardes de nuit travaillent de minuit à six heures du matin.
Ο νυχτοφύλακας εργάζεται από τα μεσάνυχτα ως τις έξι το πρωί.

άυπνος, άγρυπνος

(nuit) (λόγιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lorsque vous avez un bébé, des nuits blanches sont à prévoir.

σούρουπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le crépuscule est le moment de la journée que je préfère.
Το σούρουπο είναι η αγαπημένη μου ώρα της μέρας.

νυχτερινό μαγαζί

Gary et ses amis ont décidé d'explorer les clubs (or: les boîtes de nuit) à proximité de leur hôtel.

υπνοδωμάτιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νυχτερινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πεταλούδα

(papillon) (έντομο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Presque tous les saturnies (or: paons de nuit) ont des ailes très colorées.

νυκτερινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βραδινός, νυχτερινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ολονύχτιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βραδινός

(Base-ball, Can) (αγώνας μπέιζμπολ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τη νύχτα, κατά τη διάρκεια της νύχτας, μέσα στη νύχτα

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
De nouvelles courgettes avaient poussé dans la nuit.
Και άλλα κολοκύθια είχαν εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της νύχτας.

όλη την νύχτα

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'épicerie est ouverte toute la nuit.

μέρα-νύχτα

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μέρα νύχτα

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Nous avons travaillé jour et nuit pour finir à temps.

οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτε

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

νυχθημερόν, εικοσιτέσσερεις ώρες το εικοσιτετράωρο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les ingénieurs travaillent 24 heures sur 24 pour finir le projet dans les temps.

τη νύχτα, το βράδυ

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les soldats ont organisé une attaque surprise de nuit.

από αμνημονεύτων χρόνων

(soutenu)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από καταβολής κόσμου

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα μεσάνυχτα, μες στα μαύρα μεσάνυχτα

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Des bruits étranges au beau milieu de la nuit peuvent être vraiment inquiétants.

τη νύχτα

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Durant la nuit, je me suis réveillé à cause d'un cri.

κατά την διάρκεια της νύχτας

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αργά το βράδυ, αργά τη νύχτα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Autrefois, j'écoutais de la musique et lisais tard dans la nuit.

24 ώρες το 24ώρο

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εκείνο το βράδυ, εκείνη τη νύχτα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cette nuit-là, j'ai compris que j'étais un loup-garou.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεκαέξι πλοία βυθίστηκαν εκείνο το βράδυ. Θυμάσαι τι έκανες εκείνο το βράδυ;

οποιαδήποτε ώρα

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κατά τη διάρκεια της νύχτας

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τη νύχτα

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Το πάρτυ συνεχίστηκε μέχρι αργά τη νύχτα.

από πολύ παλιά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

όλη τη νύχτα, καθόλη τη διάρκεια της νύχτας

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
On a entendu de la musique forte venant de l'étage au-dessus toute la nuit.

τη νύχτα, στη μαύρη νύχτα

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Στη μαύρη νύχτα, το δάσος έγινε απειλητικό μέρος.

μέσα στη μαύρη νύχτα

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

καληνύχτα

interjection (avant de dormir)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Je vais dormir. Bonne nuit.

νυχτικιά

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σούρουπο, δειλινό, ηλιοβασίλεμα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
On se voit à la rivière à la tombée de la nuit.

νυχτικιά

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νυχτικιά

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κλάμπερ

(anglicisme, familier)

νυχτικό

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρούχα ύπνου

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πιτζάμα, πιζάμα, πυτζάμα, πυζάμα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξενώνας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φτηνός ξενώνας

nom féminin

νυχτοφύλακας

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

ωραία βραδιά

(soir)

Nous avons bien mangé et bien ri : on a passé une bonne soirée !
Φάγαμε μπριζόλες για δείπνο και γελάσαμε πολύ, ήταν μια ωραία βραδιά.

νυχτερινή βάρδια

John a dormi durant le déjeuner en revenant de son poste de nuit.

νυχτερινή βάρδια

Les personnes qui travaillent de nuit ont souvent du mal à adapter leurs horaires de sommeil.

δικαστήριο που συνεδριάζει τη νύχτα

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νυχτοπούλι

nom masculin (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'est un véritable oiseau de nuit ; il s'installe devant son clavier quand le soleil se couche et tape pendant des heures.

νυχτερινή όραση

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les chats ont une excellente vision nocturne.

νυχτερινή φύλαξη/σκοπιά

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νυχτερινός φύλακας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απόψε

(plus tôt)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γυαλιά νυχτερινής όρασης

nom féminin pluriel

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νυχτερινό τρένο, νυχτερινό τραίνο

nom masculin

J'ai pris le train de nuit à la gare de Bercy pour aller à Rome.

νυχτερινή ζωή

nom masculin

νύχτα γάμου, πρώτη νύχτα του γάμου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Leur nuit de noces a été inoubliable !

νυχτερινός ουρανός

ολονυχτία

nom féminin (à travailler, à faire la fête) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δοχείο νυκτός

(για ούρα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

η μαύρη νύχτα

nom masculin (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Νύχτα του Γκάι Φοκς

nom féminin (Royaume-Uni)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πιτζάμες, πιζάμες

nom masculin pluriel

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

παλιά χρόνια

Dans l'ancien temps, les Hommes prenaient des mesures en comparant les choses aux parties du corps humain.

νυχτερινές επιχειρήσεις

nom féminin pluriel (στρατός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το σκέφτομαι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Donnez-moi votre réponse demain : la nuit porte conseil.

χορεύω όλη τη νύχτα, χορεύω όλη νύχτα, χορεύω ως το ξημέρωμα

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περνώ τη νύχτα, μένω για το βράδυ

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργάζομαι αργά το βράδυ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μελετώ τη νύχτα

verbe intransitif

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μένω

verbe transitif (σε κάποιον ή κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Maman, je peux passer la nuit chez Anne ?
Μαμά, να κοιμηθώ στην Άννα απόψε;

δεν έρχομαι σπίτι, δεν γυρίζω

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω μια στάση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous avons fait escale pour la nuit à Miami en venant ici.
Μείναμε ένα βράδυ στο Μαϊάμι ερχόμενοι εδώ.

κοιμάμαι στο σπίτι κάποιου άλλου

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω μια στάση σε κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
C'est sympa de passer la nuit à Disney World en descendant vers Miami.

ολονύχτιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ces sessions de révision qui durent toute la nuit m'épuisent.
Το ολονύχτιο διάβασμα με εξαντλεί.

συνεχής, διαρκής, ασταμάτητος, αδιάκοπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sa mère est malade et doit recevoir des soins 24 heures sur 24.
Η μητέρα του είναι πολύ άρρωστη και χρειάζεται συνεχή προσοχή.

πίσσα σκοτάδι

(pièce)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il n'y avait aucune fenêtre dans la pièce, où il faisait noir comme dans un four.

τη νύχτα, για τη νύχτα, το βράδυ, για το βράδυ

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Janice a passé la nuit à l'hôtel.
Η Τζάνις έμεινε σε ένα ξενοδοχείο τη νύχτα.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nuit στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του nuit

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.