Τι σημαίνει το sentir στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sentir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sentir στο Γαλλικά.
Η λέξη sentir στο Γαλλικά σημαίνει μυρίζω, αισθάνομαι, νιώθω, μυρίζω σαν, βρωμάω, μυρίζω, μυρίζω, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, μυρίζω, μοιάζω, νιώθω, αισθάνομαι, οσφραίνομαι, μυρίζομαι, αισθάνομαι, νιώθω, αίσθηση, μυρίζω σαν, βρωμάω, θυμίζω, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, γεύομαι, μυρίζομαι, ψυλλιάζομαι, μυρίζω, μυρίζομαι, εντοπίζω, αναγνωρίζω, προαίσθημα, αίσθημα, αντέχω, δεν αντέχω κπ/κτ, μυρίζω, καταλαβαίνω ενστικτωδώς, μυρίζω, μυρίζω, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, άρρωστος, αδιάθετος, δεν αισθάνομαι πολύ καλά, μου κόβονται τα γόνατα, αδιάθετος, απαραίτητος, αναγκαίος, βρωμάω, βρωμώ, βρομώ, αν χρειαστεί, μετανοιωμένος, σαπουνώδης, σαπωνώδης, μου κόβονται τα γόνατα, δύσοσμος, μυρωδιά, κακό προαίσθημα για κτ/κπ, ψάρι έξω από το νερό, καλό προαίσθημα, σύνδρομο εγκλεισμού, τύψεις, μυρωδιά σώματος, μυρίζω, κάνω κπ να νιώσει σαν στο σπίτι του, αισθάνομαι το βάρος, έχω την ευθύνη, έχω την αίσθηση, κάνω κπ να νιώσει άνετα, κάνω κπ να νιώσει ευπρόσδεκτος, ντροπιάζω, εξευτελίζω, προσβάλλω, κάνω κάποιον να φαίνεται κατώτερος, μοσχοβολάω, μυρίζω ωραία, αρρωσταίνω, είμαι σε κατάσταση να κάνω κτ, εκμεταλλεύομαι τη μειονεκτική θέση του αντιπάλου, για να εξασφαλίσω τη δική μου υπεροχή, είμαι σαν στο σπίτι μου, αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου, έχω θετικό προαίσθημα για κτ, έχω καλό προαίσθημα για κτ, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, αισθάνομαι παγιδευμένος, αισθάνομαι ασφαλής, βρωμάω, ζέχνω, μυρίζω άσχημα, βρωμάω, ζέχνω, μυρίζω άσχημα, μυρίζω έντονα, αρρωσταίνω, αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις, αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα, έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη, είμαι καλά, νιώθω καλά, δεν αισθάνομαι καλά, αρρωσταίνω, δεν ενθουσιάζομαι, αισθάνομαι καλά, είμαι καλά, νιώθω ενοχές, ζαλίζομαι, αρχίζω να επιδρώ, εκδηλώνομαι, καλά, καλύτερος, αισθάνομαι ενοχές για κτ, παίρνω κουράγιο, νιώθω αναγκασμένος να κάνω κτ, νιώθω υποχρεωμένος να κάνω κτ, ζαλίζομαι, αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα, νιώθω άσχημα που, έχω αυτοπεποίθηση, με ενδιαφέρει, με απασχολεί, με αφορά, καταλαβαίνω, αισθάνομαι μετανοιωμένος, χαμηλώνω το βλέμμα, νιώθω άσχημα για κτ, αισθάνομαι υποχρεωμένος, νιώθω υποχρεωμένος, αισθάνομαι υποχρεωμένος να κάνω κτ, νιώθω υποχρεωμένος να κάνω κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sentir
μυρίζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ça sent dans leur maison, mais je n'arrive pas à déterminer quelle odeur c'est exactement. Στο σπίτι τους μυρίζει, αλλά δεν ξέρω ακριβώς τι μυρωδιά είναι αυτή. |
αισθάνομαι, νιώθωverbe transitif (au toucher) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a senti sa main sur son épaule. Αισθάνθηκε (or: ένιωσε) το χέρι της στον ώμο του. |
μυρίζω σανverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le parfum que mon amie utilise sent la rose. |
βρωμάω, μυρίζωverbe transitif (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ton histoire sur ce qui s'est passé avec les gâteaux sent le mensonge ! Η ιστορία σου για τα μπισκότα βρωμάει απάτη! |
μυρίζωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je ne sens rien avec ce rhume ! Δεν μπορώ να μυρίσω με αυτό το κρύωμα που άρπαξα. |
νιώθωverbe transitif (percevoir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je sentais de l'hostilité dans sa voix. Ένιωσα εχθρότητα στη φωνή του. |
αισθάνομαι, νιώθωverbe transitif (avoir conscience de) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il sentait son regard. Μπορούσε να αισθανθεί το βλέμμα της επάνω του. |
μυρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle sentit l'odeur de l'ail et sut que son ami était en train de cuisiner. Μύρισε σκόρδο, και κατάλαβε οτι μαγείρευε ο φίλος της. |
μοιάζωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette situation sent le piège. |
νιώθω, αισθάνομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a senti toute la force du choc. |
οσφραίνομαι, μυρίζομαιverbe transitif (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il sentit les ennuis arriver quand les autres commencèrent à s'engueuler, alors il partit du bar. |
αισθάνομαι, νιώθωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a senti sa haine à l'autre bout du fil. |
αίσθηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'aime bien la sensation de la soie sur ma peau. Μου αρέσει η αίσθηση του μεταξιού στο δέρμα μου. |
μυρίζω σαν
Ce savon sent le bonbon. Αυτό το σαπούνι μυρίζει σαν γλυκό! |
βρωμάωverbe transitif (figuré) (μεταφορικά, αποδοκιμασίας) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Votre offre sent l'arnaque ! |
θυμίζωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ça commence à sentir le printemps ! Άρχισε πραγματικά να θυμίζει άνοιξη! |
αισθάνομαι, νιώθωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a soudain senti qu'il y avait une autre personne dans la pièce. Ξαφνικά αισθάνθηκε (or: ένιωσε) πως υπάρχει κι άλλο άτομο στο δωμάτιο. |
αισθάνομαι, νιώθωverbe transitif (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je sens qu'elle disait la vérité. Αισθάνθηκα ότι έλεγε την αλήθεια. |
γεύομαιverbe transitif (le goût de [qch]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai senti un peu de cannelle dans les pâtes. Γεύτηκα λίγη κανέλα στα ζυμαρικά. |
μυρίζομαι, ψυλλιάζομαι(ανεπίσημο: κτ ή ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mark a vu l'un des deux hommes donner de l'argent à l'autre et a senti qu'il se passait quelque chose de louche. |
μυρίζωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'air salé sentait la mer. |
μυρίζομαιverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Est-ce que tu as senti l'animosité qui régnait à cette réunion ? |
εντοπίζω, αναγνωρίζωverbe transitif (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le détective avait flairé un mauvais coup. |
προαίσθημα, αίσθημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Elle avait le sentiment étrange que quelque chose n'allait pas. Είχε ένα παράξενο προαίσθημα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. |
αντέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne pense pas que je puisse supporter ce film plus longtemps, il est épouvantable. |
δεν αντέχω κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je ne supporte pas mon patron autoritaire et exigeant. Δεν αντέχω το αυταρχικό και απαιτητικό αφεντικό μου. |
μυρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alice a reniflé le bouquet de fleurs. Η Άλις μύρισε το μπουκέτο με τα λουλούδια. |
καταλαβαίνω ενστικτωδώςverbe transitif (κτ ή ότι/πως) Dès que Carmel a vu le visage d'Anne, elle a su instinctivement que quelque chose n'allait pas. |
μυρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En reniflant une fois le ragoût qu'il préparait, Carl fut convaincu qu'il ferait peut-être mieux d'aller manger dehors. Μια μυρωδιά από το στιφάδο που έφτιαχνε έπεισε τον Καρλ πως ίσως να ήταν καλύτερη ιδέα να βγουν έξω για φαγητό. |
μυρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pouah ! Ça pue dans la salle de bain. Tu devrais ouvrir une fenêtre. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πουφ! Βρωμάει στο μπάνιο. Θα έπρεπε να ανοίξεις το παράθυρο. |
αισθάνομαι, νιώθωverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ma grippe tire à sa fin mais je me sens encore un peu faible. Ξεπέρασα τη χειρότερη φάση της γρίπης, αλλά αισθάνομαι (or: νιώθω) ακόμη αδύναμος. |
αισθάνομαι, νιώθωverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je me suis senti vraiment stupide quand elle a relevé ma faute. Ένιωσα (or: Αισθάνθηκα) χαζός, όταν επεσήμανε το λάθος μου. |
άρρωστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je ne peux pas venir au bureau aujourd'hui, je suis malade. Maria a amené le chiot malade chez le vétérinaire. Δεν μπορώ να έρθω στο γραφείο σήμερα. Είμαι άρρωστη. Η Μαρία πήγε το άρρωστο κουτάβι στον γιατρό. |
αδιάθετος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δεν αισθάνομαι πολύ καλά(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je pense qu'elle a attrapé la grippe : elle a l'air patraque. |
μου κόβονται τα γόνατα(μτφ, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle fond à chaque fois qu'elle le voit. |
αδιάθετος(familier) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je ne suis pas allé au boulot aujourd'hui parce que je suis patraque (or: mal fichu). Δεν πήγα στη δουλειά σήμερα γιατί είμαι αδιάθετος. |
απαραίτητος, αναγκαίος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce que j'aime dans notre relation, c'est qu'il me donne l'impression que je suis désiré. Αυτό που μου αρέσει στη σχέση μας είναι πως με κάνει να νοιώθω ότι του είμαι απαραίτητη (or: αναγκαία). |
βρωμάω, βρωμώ(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La vache ! Ce roquefort pue drôlement ! |
βρομώ(figuré) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'immeuble de luxe puait le mauvais goût. |
αν χρειαστεί
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si le besoin s'en fait sentir, je louerai une voiture pour te conduire à l'aéroport. |
μετανοιωμένος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σαπουνώδης, σαπωνώδης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μου κόβονται τα γόνατα(figuré) (μτφ, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δύσοσμος(un peu familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μυρωδιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Wow, quelqu'un ici a de sacrées odeurs corporelles. |
κακό προαίσθημα για κτ/κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ψάρι έξω από το νερόverbe pronominal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il a beau être un bon joueur de foot, il se sent très mal à l'aise sur un parcours de golf. |
καλό προαίσθημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'ai un bon pressentiment concernant cet entretien. |
σύνδρομο εγκλεισμούverbe pronominal (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τύψειςverbe pronominal (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
μυρωδιά σώματος
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Wow, quelqu'un ici a de sacrées odeurs corporelles. |
μυρίζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu as senti l'odeur de son nouveau parfum ? |
κάνω κπ να νιώσει σαν στο σπίτι του
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αισθάνομαι το βάρος, έχω την ευθύνηlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έχω την αίσθηση(ότι/πως) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je sens qu'il va pleuvoir cet après-midi. |
κάνω κπ να νιώσει άνετα, κάνω κπ να νιώσει ευπρόσδεκτοςlocution verbale (ως ξένος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un repas chaud me fait sentir chez moi quand je rentre du travail. |
ντροπιάζω, εξευτελίζω, προσβάλλω, κάνω κάποιον να φαίνεται κατώτερος
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μοσχοβολάω, μυρίζω ωραίαverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αρρωσταίνωlocution verbale (mois fort, moins long) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hier, je me suis sentie tellement mal que je n'ai pas pu aller travailler. Χθες αρρώστησα τόσο πολύ που δεν μπορούσα να πάω στη δουλειά. Ελπίζω να μην αρρωστήσω φέτος τον χειμώνα. |
είμαι σε κατάσταση να κάνω κτlocution verbale (familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je me sens si fatigué que je ne me sens même pas d'aller à la fête. Είμαι τόσο κουρασμένη που δεν είμαι καν σε κατάσταση να πάω στο πάρτι. |
εκμεταλλεύομαι τη μειονεκτική θέση του αντιπάλου, για να εξασφαλίσω τη δική μου υπεροχήverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είμαι σαν στο σπίτι μου, αισθάνομαι σαν στο σπίτι μουverbe pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'est un village très accueillant : je m'y sens à l'aise (or: je m'y sens chez moi). Αυτό το χωριό είναι τόσο φιλόξενο, που αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου. |
έχω θετικό προαίσθημα για κτ, έχω καλό προαίσθημα για κτ(assez familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si vous vous sentez concerné, vous ferez un don à la cause. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αν ενδιαφέρεσαι (or: νοιάζεσαι), θα κάνεις μια δωρεά για την ενίσχυση του σκοπού. |
αισθάνομαι παγιδευμένος
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αισθάνομαι ασφαλής
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βρωμάω, ζέχνω, μυρίζω άσχημα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il y a une moufette morte au milieu de la route : ça pue ! |
βρωμάω, ζέχνω, μυρίζω άσχημα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ces vêtements sentent mauvais ! Tu ne les as pas fait sécher dehors assez longtemps. |
μυρίζω έντονα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ouah ! Ce whisky sent fort ! |
αρρωσταίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le père s'en voulut quand une réunion d'affaires l'empêcha de voir le récital de danse de sa fille. |
αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je me sens beaucoup mieux depuis que j'ai perdu du poids. Αισθάνομαι πολύ καλύτερα τώρα που έχασα βάρος. |
έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Après ce qui t'est arrivé, il n'est pas étonnant que tu te sentes déprimé. |
είμαι καλά, νιώθω καλά
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Je me sens bien maintenant que mes examens sont finis. Le printemps me fait toujours me sentir bien. |
δεν αισθάνομαι καλά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ce sushi ne devait pas être bon parce que maintenant, je ne me sens pas bien. |
αρρωσταίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il y a des chances que tu tombes malade à l'étranger. Υπάρχει η πιθανότητα να αρρωστήσεις ενώ θα είσαι στο εξωτερικό. Αρρωσταίνει όταν βλέπει αίμα. |
δεν ενθουσιάζομαι
|
αισθάνομαι καλά, είμαι καλά
Je ne me sens pas bien. |
νιώθω ενοχές
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je me sens coupable quand je pense à tout ce que mes parents ont sacrifié pour moi. |
ζαλίζομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Paul ne se sentait pas bien parce qu'il était déshydraté. |
αρχίζω να επιδρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le tranquillisant devrait commencer à faire effet dans quelques minutes. |
εκδηλώνομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'état d'esprit de l'auteur se fait sentir dès la première dizaine de pages. |
καλάadverbe (υγιής) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle se sent bien aujourd'hui, bien qu'elle se soit sentie très mal ces derniers jours. Είναι καλά σήμερα, αν και αισθανόταν απαίσια τις τελευταίες μέρες. |
καλύτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si tu es fatigué, fais une sieste : tu te sentiras mieux. |
αισθάνομαι ενοχές για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίρνω κουράγιοlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νιώθω αναγκασμένος να κάνω κτ, νιώθω υποχρεωμένος να κάνω κτlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζαλίζομαιverbe pronominal (familier) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand il me serre fort contre lui, je me sens toute chose. |
αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je me sens mieux maintenant que je sais qu'il est à la maison sain et sauf. Αισθάνομαι καλύτερα, αν ξέρω ότι είναι σπίτι σώος και αβλαβής. |
νιώθω άσχημα που(έκανα κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω αυτοπεποίθηση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sue se sentait confiante en allant à son entretien. |
με ενδιαφέρει, με απασχολεί, με αφορά
Je me sens concerné par le problème du réchauffement climatique. Με ενδιαφέρει (or: με απασχολεί) το θέμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη. |
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Συμμερίζομαι την κατάστασή του. |
αισθάνομαι μετανοιωμένος(για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je me sens coupable d'avoir triché à l'interrogation. |
χαμηλώνω το βλέμμα(από ντροπή) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ruth était embarrassée d'admettre qu'elle avait menti. Η Ρουθ κοκκίνισε από ντροπή όταν παραδέχτηκε ότι είχε πει ψέματα. |
νιώθω άσχημα για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αισθάνομαι υποχρεωμένος, νιώθω υποχρεωμένοςlocution verbale |
αισθάνομαι υποχρεωμένος να κάνω κτ, νιώθω υποχρεωμένος να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sentir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του sentir
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.