Τι σημαίνει το OK στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης OK στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του OK στο Αγγλικά.

Η λέξη OK στο Αγγλικά σημαίνει εντάξει, σύμφωνοι, ωραία, καλά, δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν πειράζει, εντάξει, καλά, εντάξει, καλά, εντάξει, μέτριος, εντάξει, καλά, εντάξει, καλά, σύμφωνοι, δίνω το OK, λέω OK, εντάξει, εντάξει, καλά, εντάξει, καλά, λοιπόν, OK, O.K., οκέι, Οκλαχόμα, οκ, οκ, κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης OK

εντάξει, σύμφωνοι, ωραία, καλά

interjection (informal (yes, agreed)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
OK, I'll take out the trash.
OK, θα βγάλω τα σκουπίδια.

δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν πειράζει

adjective (informal (not a problem, acceptable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That's OK. I'll be able to fix the problem tomorrow.
Δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα διορθώσω το πρόβλημα αύριο.

εντάξει, καλά

adjective (informal (not injured)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Are you OK? You fell pretty hard.
Είσαι OK; Έπεσες άσχημα.

εντάξει, καλά

adjective (informal (healthy, not unwell)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You were sick yesterday. Are you OK today?
Ήσουν άρρωστος χτες. Είσαι εντάξει σήμερα;

εντάξει

adjective (informal (emotionally fine) (ανεπίσημο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Are you feeling OK? You seem to be stressed today.
Είσαι εντάξει; Μου φαίνεσαι αγχωμένος σήμερα.

μέτριος

adjective (informal (just satisfactory, mediocre)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He did an OK job on the project. It was nothing great.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η δουλειά του στην εργασία ήταν OK, αλλά τίποτε σπουδαίο.

εντάξει, καλά

adjective (informal (proceeding well)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Everything is OK with the construction.
Όλα είναι εντάξει με την κατασκευή.

εντάξει, καλά, σύμφωνοι

interjection (informal (asking approval)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm going to the store. OK?
Θα πάω στο μαγαζί. Εντάξει;

δίνω το OK, λέω OK

transitive verb (informal (approve, agree to) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Has the boss OK'd the proposal yet?
Το αφεντικό έχει δώσει το ΟΚ για την πρόταση;

εντάξει

adjective (informal (sufficiently likeable) (ανεπίσημο)

She's OK. Her sister is much more friendly, though.
Καλή είναι. Η αδερφή της όμως είναι πολύ πιο φιλική.

εντάξει

adjective (informal (person: decent) (ανεπίσημο)

Yes, he's an OK guy. You can trust him.

καλά

adverb (informal (successfully, satisfactorily)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He did OK for himself. He is a doctor now.
Δεν τα πήγε κι άσχημα στη ζωή του. Είναι πλέον γιατρός.

εντάξει, καλά

adverb (informal (correctly, alright) (ανεπίσημο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He can walk OK now.

λοιπόν

interjection (informal (calling attention, indicating transition)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
OK, what can I do to help now?

OK, O.K., οκέι

noun (informal (approval, go-ahead) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The OK from the boss still hasn't arrived.

Οκλαχόμα

noun (written, abbreviation (US state: Oklahoma)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)

οκ

adjective (informal (OK, perfect)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Everything's A-OK!

οκ

adverb (informal (fine, perfectly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Everything's going A-ok!

κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή

expression (Let's try again sometime in the future.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του OK στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του OK

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.