Τι σημαίνει το oil στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης oil στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του oil στο Αγγλικά.

Η λέξη oil στο Αγγλικά σημαίνει πετρέλαιο, λάδι, λάδι, ελαιόχρωμα, λαδομπογιά, λαδώνω, του λαδιού, του πετρελαίου, μύρο, λάδι, έλαιο, λάδι, έλαιο, λαδάκι, ελαιογραφία, βαρέλι, εργάζομαι αργά το βράδυ, λάδι κανόλα, καστορέλαιο, αιθέριο έλαιο λεμονόχορτου, αιθέριο έλαιο σιτρονέλλας, λάδι από μπουμπούκια γαρίφαλου, λάδι καρύδας, μαγειρικό λάδι, καλαμποκέλαιο, αργό πετρέλαιο, ντίζελ, αιθέριο έλαιο, ιχθυέλαιο, λινέλαιο, λιναρέλαιο, λινέλαιο, λιναρέλαιο, καυσιμέλαιο, πετρέλαιο, μπριγιαντίνη, θεραπευτικό έλαιο, κανναβέλαιο, κηροζίνη, κηροζίνη, κηροζίνη, λάδι/απόσταγμα λεβάντας, λιναρέλαιο, λάδι για μασάζ, oρυκτό λάδι, λάδι κινητήρων, λάδι μουστάρδας, λάδι σιναπιού, λαδόξυδο, σως βινεγκρέτ, καυστήρας πετρελαίου, βαρέλι πετρελαίου, περιοχή με κοιτάσματα πετρελαίου, βιομηχανία πετρελαίου, λάμπα πετρελαίου, λαδομπογιά, ελαιογραφία, ελαιογραφία, ελαιολεκάνη, λαδοπαστέλ, αγωγός πετρελαίου, πλατφόρμα εξόρυξης πετρελαίου, πίεση λαδιού, διϋλιστήριο πετρελαίου, πετρελαιοφόρος αμμόλιθος, ασφαλτούχος σχιστόλιθος, skimmer πετρελαίου, πετρελαιοκηλίδα, πετρελαιοκηλίδα, πετρελαιοφόρο, πετρελαιοπηγή, με βάση το λάδι, που καίει πετρέλαιο, πετρελαίου, αδιάβροχο, αδιάβροχο, ελαιόλαδο, φοινικοπυρηνέλαιο, φοινικέλαιο, πατσουλί, αραχιδέλαιο, μινθέλαιο, λάδι πεύκου, φυτικό λάδι, γεωτρύπανο, εξέδρα εξόρυξης πετρελαίου, εξέδρα άντλησης πετρελαίου, ροδέλαιο, λάδι από σανταλόξυλο, σησαμέλαιο, σχιστολιθικό πετρέλαιο, λάδι για ξύρισμα, γιατροσόφι, παραπλανητικός, σογιέλαιο, θειικό οξύ, ηλιέλαιο, λάδι τρούφας, τουρπεντίνη, φυτικό έλαιο, παρθένο λάδι, παρθένο ελαιόλαδο, έλαιο καρυδιάς, φαλαινέλαιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης oil

πετρέλαιο

noun (petroleum)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Saudi Arabia has a lot of oil.
Η Σαουδική Αραβία έχει πολύ πετρέλαιο.

λάδι

noun (lubricant)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He sprayed some oil on the door hinge to stop it from squeaking.
Ψέκασε τον μεντεσέ της πόρτας με λίγο λάδι για να σταματήσει να τρίζει.

λάδι

noun (liquid fat for cooking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He put a small amount of oil in the pan.
Έβαλε μικρή ποσότητα λάδι στο τηγάνι.

ελαιόχρωμα

noun (uncountable (painting medium)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I sometimes paint in watercolor, but I prefer oil.

λαδομπογιά

plural noun (often plural (painting medium)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The artist was known mostly for painting in oils.
Ο καλλιτέχνης ήταν γνωστός κυρίως για τη ζωγραφική του με λαδομπογιές.

λαδώνω

transitive verb (lubricate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He oiled the door because it was squeaking.
Λάδωσε την πόρτα γιατί έτριζε.

του λαδιού

noun as adjective (of or for oil)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The oil can was empty.
Ο τενεκές του λαδιού ήταν άδειος.

του πετρελαίου

noun as adjective (of petroleum)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Oil distillates are used as fuels.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Άνοιξαν θέσεις εργασίας σε μεγάλη πετρελαϊκή εταιρεία.

μύρο

noun (Holy Oil)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The priest anointed the dying man with oil.

λάδι, έλαιο

noun (hair product) (για τα μαλλιά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dana massaged oil into her hair to add moisture and shine.

λάδι, έλαιο, λαδάκι

noun (product for body)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Using oil on your skin can be very beneficial in dry winter weather.

ελαιογραφία

noun (picture painted using oil paints)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βαρέλι

noun (unit of petroleum: 42 gallons) (μονάδα μέτρησης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The price of oil barrels has reached a record high.
Η τιμή των βαρελιών πετρελαίου έχει αγγίξει το υψηλότερο σημείο.

εργάζομαι αργά το βράδυ

verbal expression (figurative (work late at night)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λάδι κανόλα

noun (edible oil)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Canola oil is often used for frying food. Rapeseed oil is delicious in salad dressings.

καστορέλαιο

noun (oil of castor bean)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Grandmother was convinced that a dose of nasty-tasting castor oil would cure any stomach ailment.

αιθέριο έλαιο λεμονόχορτου, αιθέριο έλαιο σιτρονέλλας

noun (essence of lemongrass)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Citronella oil is used in aromatherapy to ease fatigue. In Africa, people use citronella oil to keep mosquitoes away.

λάδι από μπουμπούκια γαρίφαλου

noun (oil extracted from cloves)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λάδι καρύδας

noun (cooking oil: from coconuts)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Concern about saturated fats has caused a decline in the use of coconut oil in cooking.

μαγειρικό λάδι

noun (vegetable oil used in cooking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some say that olive is the healthiest cooking oil, while others prefer canola.

καλαμποκέλαιο

noun (cooking oil made from corn)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Corn oil, or maize oil, is mainly used for cooking.

αργό πετρέλαιο

noun (unrefined petroleum) (μη επεξεργασμένο πετρέλαιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When the price of crude oil goes up, so does everything else.

ντίζελ

noun (diesel fuel)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The engine runs on diesel oil.

αιθέριο έλαιο

noun (oil: derived from plant)

Essential oils are made from aromatic plants.

ιχθυέλαιο

noun (oil from oily fish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fish oil contains several essential nutrients.

λινέλαιο, λιναρέλαιο

noun (oil used in paints)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When used to treat wood or in paint, flaxseed oil is more commonly called linseed oil.

λινέλαιο, λιναρέλαιο

noun (oil used as nutritional supplement)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Drizzle a little flaxseed oil on your muesli for good health.
Ρίξε λίγο λινέλαιο στο μούσλι για να έχεις καλή υγεία.

καυσιμέλαιο

noun (combustible oil used for power)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Leftover cooking oil can be converted into fuel oil.

πετρέλαιο

noun (intermediate viscosity fuel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπριγιαντίνη

noun (hairstyling product)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jared spiked his hair with hair oil.

θεραπευτικό έλαιο

noun (homeopathic essence)

This healing oil is good for your skin.

κανναβέλαιο

noun (oil from hemp seeds)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κηροζίνη

noun (lamp oil)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Antique lamps run on kerosene.

κηροζίνη

noun (aircraft fuel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κηροζίνη

noun (kerosene)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The lights were made from old glass bottles with wicks dipped in lamp oil.

λάδι/απόσταγμα λεβάντας

noun (oil extracted from lavender flowers)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
For a good night's sleep, sprinkle a few drops of lavender oil on your pillow.

λιναρέλαιο

noun (oil from flaxseed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Linseed oil is used for protecting and sealing wood.

λάδι για μασάζ

noun (lotion used for body rubs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It felt good when the therapist rubbed massage oil into my back.

oρυκτό λάδι

noun (colourless oil from petroleum)

Mineral oil is commonly used as a laxative.

λάδι κινητήρων

noun (oil for engine lubrication)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Always use the correct grade of motor oil for your car engine.

λάδι μουστάρδας, λάδι σιναπιού

noun (oil from mustard seeds)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λαδόξυδο, σως βινεγκρέτ

noun (vinaigrette, salad dressing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Oil and vinegar is a salad dressing mix often recommended for people on diets.

καυστήρας πετρελαίου

noun (furnace that burns oil)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

βαρέλι πετρελαίου

noun (metal drum for oil)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

περιοχή με κοιτάσματα πετρελαίου

noun (area where oil is mined)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We plan to drill five exploration wells in this oil field.
Σχεδιάζουμε να κάνουμε πέντε διερευνητικές γεωτρήσεις σε αυτή την περιοχή.

βιομηχανία πετρελαίου

noun (petroleum-processing business)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Wilson wrote an article about the environmental impacts of the oil industry.

λάμπα πετρελαίου

noun (lamp that burns fuel)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Oil lamps are useful to have when the electricity goes out.

λαδομπογιά

noun (often plural (for art)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many artists prefer to use oil paint, while others prefer watercolors or acrylics.
Πολλοί ζωγράφοι προτιμούν τη χρήση λαδομπογιάς ενώ άλλοι προτιμούν τη νερομπογιά ή τις ακρυλικές μπογιές.

ελαιογραφία

noun (picture painted using oil paints)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The focal point of the room was a huge oil painting hung above the fireplace.

ελαιογραφία

noun (uncountable (art of painting with oils) (τεχνική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελαιολεκάνη

noun (US (mechanics)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λαδοπαστέλ

noun (often plural (art medium: sticks of waxy pigment)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The artist showed us one of his recent paintings in oil pastel.

αγωγός πετρελαίου

noun (pipe for transporting petroleum)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πλατφόρμα εξόρυξης πετρελαίου

noun (for offshore oil drilling)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Barry works on an oil platform in the North Sea.

πίεση λαδιού

noun (force that keeps engine lubricated) (κινητήρας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I checked the oil pressure and it was a bit low.

διϋλιστήριο πετρελαίου

noun (plant where crude oil is processed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A typical oil refinery is capable of processing 200,000 barrels of crude oil per day.

πετρελαιοφόρος αμμόλιθος

noun (thick bitumen deposit)

The refinery uses oil sand to produce diesel.

ασφαλτούχος σχιστόλιθος

noun (geology: shale with bitumens)

skimmer πετρελαίου

noun (machine: removes oil)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The oil skimmer removes oil from the surface of the water in the cooling tank.

πετρελαιοκηλίδα

noun (layer of spilt oil)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dispersants can be used to remove the oil slick from the top of the water.

πετρελαιοκηλίδα

noun (petroleum spillage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The oil spill has contaminated more than 100 km of coastline.

πετρελαιοφόρο

noun (ship used for transporting oil)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The largest oil tankers can carry 500,000 tons of oil.

πετρελαιοπηγή

noun (petroleum mine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Their oil well turned out to be a gusher, producing over 1,200 barrels a day.

με βάση το λάδι

adjective (paint, perfume)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που καίει πετρέλαιο

adjective (using oil as fuel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There is an oil-burning stove in the kitchen.

πετρελαίου

adjective (boiler, central heating) (σύστημα θέρμανσης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This oil-fired boiler is very efficient.

αδιάβροχο

noun (waterproof raincoat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αδιάβροχο

plural noun (waterproof outfit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ελαιόλαδο

noun (oil extracted from olives)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elaine poured some olive oil over the salad.
Η Ελέιν έριξε λίγο ελαιόλαδο πάνω από τη σαλάτα.

φοινικοπυρηνέλαιο

noun (edible plant oil)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φοινικέλαιο

noun (oil extracted from palm nuts)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Palm oil is used in hundreds of food products.

πατσουλί

noun (scented oil of patchouli plant)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aroma therapists use patchouli oil for its healing properties.

αραχιδέλαιο

noun (oil extracted from peanuts)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Peanut oil is frequently used in Asian cooking, instead of butter or olive oil.

μινθέλαιο

noun (essence of peppermint leaves)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Peppermint oil is supposed to be a good mice repellent.

λάδι πεύκου

noun (oil extracted from pine trees)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Pine oil is used to scent various products from cleaners to aftershave.

φυτικό λάδι

noun (oil from a botanical source)

Plant oils are fats which are taken from plant seeds.

γεωτρύπανο

noun (machine for drilling oil on land)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Onshore rigs are different from offshore rigs.
Τα γεωτρύπανα που χρησιμοποιούνται στη στεριά διαφέρουν από εκείνα που χρησιμοποιούνται στη θάλασσα.

εξέδρα εξόρυξης πετρελαίου, εξέδρα άντλησης πετρελαίου

noun (informal (platform for drilling oil at sea)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Martin works on a rig, so he's away from home for several months at a time.
Ο Μάρτιν δουλεύει σε μια πλατφόρμα εξόρυξης πετρελαίου (or: πλατφόρμα άντλησης πετρελαίου), γι' αυτό λείπει από το σπίτι του για αρκετούς συνεχόμενους μήνες.

ροδέλαιο

noun (essence of rose petals)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My grandmother used to make her own perfume using rose oil.

λάδι από σανταλόξυλο

noun (extract of fragrant Asian wood)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sandalwood oil is used to make incense as well as expensive perfumes.

σησαμέλαιο

noun (oil extracted from sesame seeds)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sesame oil is widely used in Asian cooking and Eastern medicine.

σχιστολιθικό πετρέλαιο

noun (type of petroleum)

λάδι για ξύρισμα

noun (to ease shaving)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This shaving oil is suitable for all skin types.

γιατροσόφι

noun (medicine: fake)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παραπλανητικός

noun (figurative ([sth] deceptive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σογιέλαιο

noun (substance extracted from soybeans)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Soybean oil is one of the most widely used vegetable oils.

θειικό οξύ

noun (chemistry)

ηλιέλαιο

noun (oil obtained from sunflower seeds)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fry the onion in sunflower oil until softened.

λάδι τρούφας

noun (flavored oil)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Truffle oil should be stored in the fridge.

τουρπεντίνη

noun (paint thinner, solvent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Add a little turpentine to thin the paint.

φυτικό έλαιο

noun (cooking oil extracted from vegetables)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Food fried in vegetable oil is healthier than food fried in peanut oil.

παρθένο λάδι

(oil that is not processed)

The virgin oil is extracted from the coconuts by a mechanical process.

παρθένο ελαιόλαδο

noun (edible oil)

Add two tablespoons of virgin olive oil to the pan and fry the garlic.

έλαιο καρυδιάς

noun (oil obtained from walnuts)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
For a unique flavor in cooking, you can use walnut oil instead of blended vegetable oil.

φαλαινέλαιο

noun (oil made from whale blubber)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Native Alaskans used whale oil in their lamps.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του oil στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του oil

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.