Τι σημαίνει το old στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης old στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του old στο Αγγλικά.

Η λέξη old στο Αγγλικά σημαίνει παλιός, μεγάλος, χρονών, ετών, χρόνων, χρονών, ετών, χρόνων, ηλικιωμένοι, παλιός, γερασμένος, ώριμος, παλιός, παλιός, γνωστός, οικείος, παλιός, παλιός, παλαιωμένος, παλιός, παλιός, παλιός, -, παλιός, σόι πάει το βασίλειο, αρχαίος, πανάρχαιος, μακροχρόνιος, αγγλοσαξονική γλώσσα, oποιοσδήποτε, όπως - όπως, τυχαία, όπως να 'ναι, γκιόσα, αιωνόβιος, χθεσινός, τα παλιά τα χρόνια, βρομόγερος, πορνόγερος, γερο-σαλιάρης, πενηντάρης, πενηντάρα, πενηντάχρονος, γερνώ, παλιός καλός καιρός, παλιός, καλός καιρός, μεγαλώνω, το να μεγαλώνω, παλαιός, αρχαίος, στα παλιά χρόνια, τον παλιό καλό καιρό, τον παλιό καιρό, γεροντοκόρη, που ανήκει/αναφέρεται στο παρελθόν, αρχαϊκός, γηρατειά, που συνοδεύει τα γηρατειά, χαλασμένος, παμπάλαιος, πανάρχαιος, πανάρχαιος, σαβούρα, πατσαβούρα, ασχημομούρα, που μεγαλοδείχνει, άντρας, ηλικιωμένος γεμάτος ζωή, απόφοιτος, παλιόφιλος, φιλαράκος, ηλικιωμένος, παλιόφιλος, λούτσος, κλισέ, ο παλιός καιρός, αρκετά μεγάλος, παλιόγερος, παλιόγρια, πρώην, παλιομοδίτης, παλιός φίλος, παλιόγερος, αμερικανική σημαία, παλιά φουρνιά, παλιά φουρνιά, παλιές συνήθειες, παλιά καραβάνα, παλιά καραβάνα σε κτ, παλιομοδίτικος, ηλικιωμένη κυρία/γυναίκα, σύζυγος ή φιλενάδα/γκόμενα, κυρά, γεροντοκόρη, ηλικιωμένος άντρας, άντρας, μεγάλος ζωγράφος, πλούσια οικογένεια, ηλικιωμένοι, ηιλικιωμένος, ναύτης, η παλιά σχολή, της παλιάς σχολής, παλιό στυλ, παλιομοδίτικο σχέδιο, η Παλαιά Διαθήκη, παλιός καιρός, παρελθόν, τα παλιά, κοινό παρελθόν, παλιά πόλη, παραμύθια, ηλικιωμένη κυρία/γυναίκα, Παλαιός Κόσμος, σύνταξη γήρατος, παλιομοδίτικος, γερασμένος, παλιομοδίτικος, ηλικιωμένος, ηλικιωμένη, βετεράνος, της παλιάς εποχής, του Παλαιού Κόσμου, ΠΔ, ώριμη ηλικία, κλείνω παλιούς λογαριασμούς, πονηρή αλεπού, το παλιό κλισέ, Παλαιός Κόσμος, γέρος, πολύ γέρος, γερασμένος, πολύ γερασμένος, σοφός γέροντας, μάγισσα, σαράβαλο, ετών, χρονών, -χρονος, -χρονος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης old

παλιός

adjective (not new)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You can borrow my camera, but it's rather old.
Μπορείς να δανειστείς τη φωτογραφική μηχανή μου, αλλά είναι αρκετά παλιά.

μεγάλος

adjective (elderly) (σε ηλικία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She's getting very old.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο πατέρας της είναι πολύ γέρος.

χρονών, ετών, χρόνων

adjective (of a given age)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
I'll be twenty-two years old tomorrow.
Αύριο γίνομαι είκοσι δύο ετών (or: χρόνων).

χρονών, ετών, χρόνων

adjective (of age)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
How old do you have to be to drive?
Πόσο χρονών πρέπει να είναι κανείς για να μπορεί να οδηγήσει;

ηλικιωμένοι

plural noun (uncountable (elderly persons)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
You should show respect to the old.
Πρέπει να δείχνεις σεβασμό στους ηλικιωμένους.

παλιός

adjective (antique)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He likes to collect old cars.

γερασμένος

adjective (looking old)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
He's got an old face.

ώριμος

adjective (mature)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She has an old mind in a young body.

παλιός

adjective (former)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That's my old history teacher.

παλιός

adjective (ancient)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She dug up some old pottery in her back garden.

γνωστός, οικείος

adjective (familiar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You always see the same old faces here.

παλιός

adjective (worn)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The couch is getting rather old.

παλιός

adjective (worn out)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I use old socks as cleaning rags.

παλαιωμένος

adjective (beverage: having aged)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
This whisky is eighteen years old.
Αυτό το ουίσκι είναι 18 ετών.

παλιός

adjective (no longer in use)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The old railway station is abandoned.

παλιός

adjective (of an earlier period)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His old knee injury came back to haunt him.

παλιός

adjective (showing affection)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Good old Tony. He's always there when you need him.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πού είσαι, παλιόφιλε; Πότε θα βρεθούμε να τα πούμε;

-

adjective (informal, figurative (intensifier)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We had a grand old time in the pub.
Τα περάσαμε απίθανα στην παμπ.

παλιός

adjective (of long standing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Erika and Davina are old friends of mine; we met at school and we still see each other regularly.

σόι πάει το βασίλειο

noun (informal, figurative (person: like parent) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He'll be a womanizer just like his father; he's a chip off the old block.

αρχαίος, πανάρχαιος

adjective (ancient)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hiram Bingham was the first outsider to view the age-old buildings of Machu Pichu.

μακροχρόνιος

adjective (long-standing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'll give you some age-old advice: "Neither a borrower nor a lender be".

αγγλοσαξονική γλώσσα

noun (historical (medieval language of England)

These works were originally written in Anglo-Saxon.

oποιοσδήποτε

adjective (informal (not special)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Any old cloth will do for wiping your paintbrushes.

όπως - όπως

adverb (informal (haphazardly, randomly)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

τυχαία

adverb (informal (haphazardly, randomly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She used to load the dishwasher any which way.

όπως να 'ναι

adverb (informal (carelessly, without order)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was shocked to see Sara shove her expensive dresses into the wardrobe anyhow.
Σοκαρίστηκα που είδα τη Σάρα να χώνει τα ακριβά της φορέματα μέσα στην ντουλάπα όπως να 'ναι.

γκιόσα

noun (slang, pejorative (old woman) (μτφ, μειωτικό: γριά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αιωνόβιος

adjective (hundreds of years of age) (για έμβια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The couple married in a centuries-old Irish castle.

χθεσινός

adjective (made yesterday)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τα παλιά τα χρόνια

plural noun (literary (ancient times) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The minstrel sang a ballad about days of old.

βρομόγερος, πορνόγερος, γερο-σαλιάρης

noun (informal, pejorative (elderly, lecherous man) (προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
If you keep looking at her like that she'll think you're a dirty old man.

πενηντάρης, πενηντάρα

noun (person: 50 years of age)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
On average, a twenty-year-old sees three times better than a fifty-year-old.

πενηντάχρονος

adjective (50 years of age)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Joyce is a fifty-year-old woman.

γερνώ

(informal (age, grow elderly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You catch colds a lot easier when you get old.

παλιός καλός καιρός

plural noun (past times viewed with nostalgia)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Some people miss those good old days when the pace of life was slower.

παλιός, καλός καιρός

plural noun (informal (nostalgic term: the past)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My grandparents often talk about the good old times when they were young.

μεγαλώνω

(age, become elderly) (μεταφορικά: ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Most people's eyesight deteriorates as they grow old.

το να μεγαλώνω

noun (process of aging)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Growing old is an unavoidable part of life.

παλαιός, αρχαίος

adjective (figurative (saying: old, overused)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm so tired of that hoary phrase; can't they think of something new?

στα παλιά χρόνια

adverb (literary (in ancient times)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Knights would fight dragons in days of old.

τον παλιό καλό καιρό

adverb (years ago)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In the good old days, you could buy Coca Cola for a nickel.

τον παλιό καιρό

noun (a long time ago)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In the old days, there were no colour televisions.

γεροντοκόρη

noun (unmarried woman) (πιθανά προσβλητικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sarah was still a maid after all her friends were married.

που ανήκει/αναφέρεται στο παρελθόν, αρχαϊκός

adjective (belonging to the ancient past)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In days of old, people believed that spirits inhabited plants and animals.

γηρατειά

noun (latter stages of adulthood)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
People often become forgetful in their old age.
Συχνά οι άνθρωποι ξεχνάνε στα γηρατειά τους.

που συνοδεύει τα γηρατειά

noun as adjective (in latter stage of adulthood)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Declining health is an old-age issue for many people.

χαλασμένος

adjective (showing signs of use)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
It's time to throw out that old and worn pair of shoes.

παμπάλαιος, πανάρχαιος

adjective (informal (very old, ancient) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That legend is as old as the hills.

πανάρχαιος

adjective (very ancient)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The natives claimed that the spirits there were old as time.

σαβούρα, πατσαβούρα, ασχημομούρα

noun (slang, pejorative (ugly or unappealing woman) (αργκό, προσβλητικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Shut up, you old bag!

που μεγαλοδείχνει

adjective (seeming older than actual age)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άντρας

noun (US (adult man, especially from South)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ηλικιωμένος γεμάτος ζωή

noun (lively elderly man)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

απόφοιτος

noun (UK (alumnus)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παλιόφιλος, φιλαράκος

noun (informal (affectionate term for a friend) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My dog has been a wonderful old buddy!

ηλικιωμένος

noun (UK, informal (elderly man)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Those old chaps over there must have fought in the war. The old chap has been in poor shape recently.

παλιόφιλος

interjection (UK, informal (male friend) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hello there, old chap. Long time, no see.

λούτσος

noun (UK, slang, figurative, euphemism (penis) (αργκό, ευφημισμός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I'm tired; I think I'll be keeping the old chap in my pants tonight.

κλισέ

noun (figurative (old saying, cliché)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ο παλιός καιρός

plural noun (a past era)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Nursing home patients like to reminisce about the old days.
Οι ένοικοι των γηροκομείων αρέσκονται να αναπολούν τα παλιά.

αρκετά μεγάλος

adjective (of sufficient age)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You're only 15, you're not old enough to have your own credit card!

παλιόγερος, παλιόγρια

noun (pejorative (person: old, boring) (μειωτικό, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
What would an old fart like you know about computers?

πρώην

noun (informal, figurative (ex-lover) (ερωτικός σύντροφος)

Ron hooked up with an old flame after his girlfriend dumped him.

παλιομοδίτης

noun (informal, pejorative (boringly old-fashioned person) (αργκό, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You look like such an old fogey when you wear that bow tie.
Φαίνεσαι τόσο παλιομοδίτης όταν φοράς το παπιγιόν.

παλιός φίλος

noun ([sb] one has known well for years)

I love going to college reunions so I can see my old friends.

παλιόγερος

noun (slang, pejorative (elderly man) (προσβλητικό, καθομ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That old geezer who lives downstairs is always complaining about the noise.

αμερικανική σημαία

noun (informal (USA national flag)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The veteran was brought to tears by the sight of Old Glory waving over the cemetery.

παλιά φουρνιά

noun (long-time members of a group) (μεταφορικά)

παλιά φουρνιά

noun (people who resist change) (μεταφορικά)

παλιές συνήθειες

plural noun (ingrained behaviour)

παλιά καραβάνα

noun (figurative, informal (experienced person) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Listen to your father when it comes to the family business; he's an old hand.

παλιά καραβάνα σε κτ

noun (figurative, informal (experienced person) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You'll do well to follow his advice; he's an old hand at this business.
Καλά θα κάνεις να ακολουθήσεις τη συμβουλή του. Είναι παλιά καραβάνα σε αυτή τη δουλειά.

παλιομοδίτικος

adjective (figurative, informal (old-fashioned, out of date)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ηλικιωμένη κυρία/γυναίκα

noun (elderly woman)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jim helped the old lady carry her heavy shopping bags home.

σύζυγος ή φιλενάδα/γκόμενα, κυρά

noun (informal (girlfriend, wife) (αργκό, ξεπερασμένο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My old lady will get upset if I go to the pub again tonight.

γεροντοκόρη

noun (pejorative (mature spinster, unmarried woman) (μειωτικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A lot of women are afraid they'll be old maids if they aren't married by thirty.

ηλικιωμένος άντρας

noun (elderly male)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The old man was slow to cross the street.
Ο ηλικιωμένος άντρας περνούσε αργά τον δρόμο.

άντρας

noun (figurative, dated, slang (boyfriend, husband)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My old man is still at work.
Ο άντρας μου είναι ακόμα στην δουλειά.

μεγάλος ζωγράφος

noun (great painter of the past) (του παρελθόντος)

Rembrandt and Leonardo da Vinci are considered to be old masters.

πλούσια οικογένεια

noun (family that has inherited wealth)

The Farquhars are old money; the family have been wealthy since the time of Henry VIII.

ηλικιωμένοι

plural noun (elderly persons)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ηιλικιωμένος

noun (senior citizen, elderly individual)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She was rather spry for an old person.

ναύτης

noun (slang (sailor) (αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The old salt staggered from the inn back to his ship.

η παλιά σχολή

noun (figurative (tradition) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Davies belongs to the old school of sports commentators.

της παλιάς σχολής

adjective (figurative (traditionalist)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He teaches the old-school method of boxing.

παλιό στυλ, παλιομοδίτικο σχέδιο

noun (old-fashioned design)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Suspenders and bowties are so old style.

η Παλαιά Διαθήκη

noun (first half of Christian Bible)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
God as described in the Old Testament is an angry and vengeful being.

παλιός καιρός, παρελθόν

plural noun (a past era)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In old times, doctors bled their patients in the belief that they were curing them.

τα παλιά, κοινό παρελθόν

plural noun (shared past)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Do you remember the good old times when we were young and full of life?

παλιά πόλη

noun (city: historic part)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παραμύθια

noun (pejorative (superstition, myth)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
You don't catch a cold because your hair is wet: that's just an old wives' tale.

ηλικιωμένη κυρία/γυναίκα

noun (elderly lady)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Every day I see the same little old woman sitting on that park bench feeding pigeons.

Παλαιός Κόσμος

noun as adjective (historical (relating to Europe, Africa, and Asia)

σύνταξη γήρατος

noun (UK (retirement payment)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παλιομοδίτικος

adjective (outmoded, dated) (αποδοκιμασίας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My parents' views on marriage are very old-fashioned.
Οι απόψεις των γονιών μου για τον γάμο είναι παρωχημένες.

γερασμένος

adjective (appear older than age) (άτομο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

παλιομοδίτικος

adjective (old-fashioned)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ηλικιωμένος, ηλικιωμένη

noun (US, informal (elderly person)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

βετεράνος

noun (informal (person: experienced) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

της παλιάς εποχής

adjective (quaint, old-fashioned)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

του Παλαιού Κόσμου

adjective (of ancient times)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ΠΔ

noun (written, initialism (Old Testament) (σντμ: Παλαιά Διαθήκη)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The first five books of the bible make up the OT.

ώριμη ηλικία

noun (informal (advanced age)

Grandpa died at the ripe old age of 99.

κλείνω παλιούς λογαριασμούς

verbal expression (figurative (take revenge) (μεταφορικά)

πονηρή αλεπού

noun (devious or secretive person) (μεταφορικά: άνθρωπος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I would never have guessed that about you, you sly old fox!

το παλιό κλισέ

interjection ([sth] is a cliché)

Blondes have more fun? Ah, that old chestnut!

Παλαιός Κόσμος

noun (Europe, Africa and Asia collectively)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The Americas have been settled by waves of people from the Old World.

γέρος, πολύ γέρος, γερασμένος, πολύ γερασμένος

adjective (not young enough)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Most people in their 40's are too old to play rough sports.

σοφός γέροντας

noun (psychology: Jung archetype)

μάγισσα

noun (figurative, pejorative (hag, old woman) (μτφ, προσβλ, παλαιό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Emily was very upset when her neighbour called her a witch.

σαράβαλο

noun (old car)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You're not driving that old wreck, are you? Why don't you get a new car?
Δεν θα οδηγήσεις αυτό το σαράβαλο, ε; Γιατί δεν παίρνεις ένα καινούριο αυτοκίνητο;

ετών, χρονών

adverb (years of age) (σε γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sophie is 12 years old.
Η Σόφι είναι 12 χρονών.

-χρονος

adjective (as suffix (being of the specified age)

I have a 15-year-old son.

-χρονος

noun (as suffix ([sth] or [sb] of the specified age)

Jennie teaches a class of 30 five-year-olds.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του old στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του old

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.