Τι σημαίνει το oh στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης oh στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του oh στο Αγγλικά.

Η λέξη oh στο Αγγλικά σημαίνει ω, αχ, α, ε, χμ, ε, Οχάιο, μηδέν, μηδενικό, μηδέν, μηδέν, μηδέν, κανένας, μηδενικός, μηδέν, μηδενικό, μηδενίζω, Πω, ρε φίλε!, Αμάν, αδερφέ!, Ωχ αδερφέ!, Ω, Θεέ μου!, Θεέ μου!, Θεούλη μου!, Χριστέ μου!, Παναγιά μου!, Ωχ!, Αμάν!, Ω, Θεέ μου!, Πω-πω Θεέ μου!, Θεέ μου!, Χριστέ μου!, Πω πω!, Πω-πω!, Πω πω!, Ωχ, όχι!, δε βαριέσαι, α, ναι!, ω, ναι!, α, ναι!, Ωχ!, Αμάν!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης oh

ω

interjection (surprise) (έκπληξη, χαρά)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh! I didn't hear you coming. You startled me.
Ω! Δεν σε άκουσα που ήρθες! Με ξάφνιασες!

αχ, α

interjection (just remembered) (απορία, έκπληξη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh! That's right; it was Jane who told me.
Αχ, σωστά! Μου το είπε η Τζέιν.

ε

interjection (calling attention)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh! Waiter, could I have some more water please?
Ε, σερβιτόρε, θα μπορούσα να έχω λίγο νερό;

χμ, ε

interjection (hesitation) (για διστακτικότητα)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
It must have been, oh, five years ago that I last saw Sam.

Οχάιο

noun (written, abbreviation (US state: Ohio)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μηδέν

noun (cardinal number: 0)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Five times zero is zero.

μηδενικό

noun (symbol for 0)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The teacher wrote a zero on the board.

μηδέν

noun (in phone number: 0)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My number is five nine zero three eight two.

μηδέν

noun (Celsius: freezing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Temperatures are due to hit zero this week.

μηδέν

noun (figurative, informal (nothing: starting point) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When my parents arrived in this country, they had nothing; they started from zero.

κανένας

adjective (not a single one)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Zero employees have been off sick this month.

μηδενικός

adjective (not any of [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The new trainee is hopeless; he puts in zero effort.

μηδέν

pronoun (people, things: not one of them)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Of the thirty students who took the exam, zero managed to pass.

μηδενικό

noun (figurative, informal ([sb] unimportant) (μεταφορικά, προσβλητικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ignore David; he's a zero.

μηδενίζω

transitive verb (change to 0)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rose placed the bowl on the electronic scales, weighed out the butter, and then zeroed the scales before adding the sugar.

Πω, ρε φίλε!

interjection (US, slang (expressing excitement) (αργκό)

The child said, "Oh boy! I can't wait for summer vacation".

Αμάν, αδερφέ!, Ωχ αδερφέ!

interjection (US, slang (expressing exasperation) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Ω, Θεέ μου!

interjection (expressing dismay)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Θεέ μου!, Θεούλη μου!, Χριστέ μου!, Παναγιά μου!

interjection (expressing horror or dismay)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Ωχ!, Αμάν!

interjection (US, slang, euphemism (dismay)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh jeez, I left my pen at home; can I borrow yours?

Ω, Θεέ μου!, Πω-πω Θεέ μου!, Θεέ μου!, Χριστέ μου!

interjection (expressing horror or astonishment)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Πω πω!

interjection (astonishment)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh my goodness! There's a huge spider in the bathroom!

Πω-πω!, Πω πω!

interjection (expressing astonishment)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Ωχ, όχι!

interjection (expressing dismay)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

δε βαριέσαι

interjection (expressing resignation)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

α, ναι!

interjection (expressing sudden recall)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh yes! Now I remember who you're talking about.

ω, ναι!, α, ναι!

interjection (expressing confirmation)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh yes! That will do nicely! Do I love chocolate? Oh yes, I certainly do!

Ωχ!, Αμάν!

interjection (expressing mild dread)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Uh-oh! Lucy's going to be furious when she finds out that you've broken that vase.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του oh στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.