Τι σημαίνει το opor στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης opor στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του opor στο πορτογαλικά.

Η λέξη opor στο πορτογαλικά σημαίνει αντισταθμίζω, αντιλέγω, αντικρούω, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι, εκφράζομαι εναντίον κπ/κτ, αντιστέκομαι σε κπ/κτ, παίρνω θέση ενάντια σε κπ/κτ, αντιτίθεμαι σε κτ, εναντιώνομαι σε κτ, αντιδρώ σε κτ, διαφωνώ, ενίσταμαι, αντιτίθεμαι σε κτ, δρω ενάντια σε, αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι, τα βάζω με κτ/κπ, διαφωνώ με κτ, αντιδρώ σε κτ, διαφωνώ με κτ, αντιδρώ σε κτ, διαφωνώ με το να κάνω κτ, αντιδρώ στο να κάνω κτ, είμαι υποψήφιος ενάντια σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης opor

αντισταθμίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντιλέγω, αντικρούω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι

(επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele se opôs à ideia de seus pais de um casamento arranjado.
Πήγε κόντρα στην ιδέα των γονιών της για συνοικέσιο.

αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι

(idéia) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todos se opuseram à ideia de Neil de ir acampar.
Όλοι πήγαν κόντρα στην ιδέα του Νιλ να πάνε για κάμπινγκ.

εκφράζομαι εναντίον κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιστέκομαι σε κπ/κτ

παίρνω θέση ενάντια σε κπ/κτ

(opinião contrária)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Você vai se opor à repressão do governo a imprensa?

αντιτίθεμαι σε κτ, εναντιώνομαι σε κτ, αντιδρώ σε κτ

(opor-se a)

διαφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ενίσταμαι

(λόγιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você quer construir uma estrada através da reserva natural? Eu objeto!
Θέλεις να ανοίξεις δρόμο μέσα από το καταφύγιο άγριας ζωής; Λοιπόν, ενίσταμαι!

αντιτίθεμαι σε κτ

verbo pronominal/reflexivo

δρω ενάντια σε

verbo pronominal/reflexivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A oposição está determinada a resistir à política, é claro.
Η αντιπολίτευση είναι δεδομένο ό,τι θα αντιτεθεί (or: εναντιωθεί) στην πολιτική αυτή, φυσικά.

τα βάζω με κτ/κπ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ele se opôs à gerência numa tentativa de melhorar as condições dos trabalhadores.
Τα έβαλε με τη διοίκηση σε μια προσπάθεια να βελτιώσει τις συνθήκες για τους εργαζόμενους.

διαφωνώ με κτ, αντιδρώ σε κτ

Ann objetou à participação de Ben no projeto.
Η Ανν διαφωνούσε με τη συμμετοχή του Μπεν στο πρότζεκτ.

διαφωνώ με κτ, αντιδρώ σε κτ

Helen opõe-se ao plano de uma nova estrada.
Η Έλεν διαφωνεί με το σχέδιο για έναν νέο δρόμο.

διαφωνώ με το να κάνω κτ, αντιδρώ στο να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O trabalhador opôs-se a trabalhar até tarde, uma vez que não receberia pelas horas extras.
Ο εργάτης διαφώνησε με το να δουλεύει μέχρι αργά γιατί δε θα πληρωνόταν υπερωρίες.

είμαι υποψήφιος ενάντια σε κπ

(nas eleições)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του opor στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.