Τι σημαίνει το vontade στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vontade στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vontade στο πορτογαλικά.

Η λέξη vontade στο πορτογαλικά σημαίνει θέληση, επιθυμία, θέλημα, θέληση, επιθυμώ, επιθυμία, βούληση, θέληση, όρεξη, διάθεση, απρόθυμος, βεβιασμένος, πρόθυμα, γουστάρω, προθυμία, διάθεση, κακία, δύναμη της θέλησης, διαθήκη ζωής, πυγμή, απροθυμία, επιθυμώ, θέλω, παίρνω όσο θέλω, βάζω όσο θέλω, θέλω, άβουλος, ανάπαυση, αποφασιστικότητα, θέλω, έτοιμος είμαι, που έχει μάθει να χρησιμοποιεί γιογιό, αντίθετα προς τη θέληση του, στην κρίση σου, αυτοβούλως, με τη θέλησή μου, καλή θέληση, ακόρεστη δίψα για κτ, ακλόνητη θέληση, αποφασιστικότητα, άβουλος άνθρωπος, θέλημα Θεού, -, ηρεμώ, καθησυχάζω, τρώω όσο θέλω, τρώω μέχρι να χορτάσω, έχω διάθεση για κτ, έχω όρεξη για κτ, κάνω κπ να νιώσει σαν στο σπίτι του, ακολουθώ οδηγίες κάποιου, δεν έχω όρεξη να κάνω κτ, είμαι σε κατάσταση να κάνω κτ, νιώθω άνετα, πεθαίνω για κτ, καλή θέληση, καλή διάθεση, θέλημα Θεού, πεθαίνω να κάνω κτ, έχω όρεξη να κάνω κτ, έχω διάθεση να κάνω κτ, άνετα, άνετα, ελεύθερος, απρόθυμος, ελεύθερα, χαλαρώνω, λαχταράω, λαχταρώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vontade

θέληση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O poder da vontade geralmente excede a lógica.

επιθυμία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela casou-se com o músico contra a vontade do pai.

θέλημα

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Minha avó diz que qualquer coisa que aconteça é a vontade de Deus.
Η γιαγιά μου λέει πως ότι συμβαίνει είναι θέλημα Θεού.

θέληση

(firmeza, determinação)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela completou a tarefa por pura determinação.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο γάμος έγινε με δική της βούληση.

επιθυμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qual sua vontade, senhor?
Τι θα θέλατε κύριε;

επιθυμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O maior desejo dela é poder visitar Paris um dia.
Το όνειρό του είναι να πάει κάποτε στο Παρίσι.

βούληση, θέληση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

όρεξη, διάθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela tem o desejo de pintar o cabelo de vermelho.
Έκανε κέφι να βάψει τα μαλλιά της κόκκινα.

απρόθυμος, βεβιασμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρόθυμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Michelle concordou prontamente em ajudar.
Η Μισέλ συμφώνησε πρόθυμα να βοηθήσει.

γουστάρω

(καθομ: επιθυμία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προθυμία, διάθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O professor estava satisfeito pela disposição de seus alunos para aprender.
Ο δάσκαλος ήταν ευχαριστημένος με την προθυμία του μαθητή του να μάθει.

κακία

(relação ruim) (για κάτι που έγινε)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δύναμη της θέλησης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαθήκη ζωής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πυγμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando Jeremy disse que não poderia fazer isso, Linda sugeriu que ele teria que criar coragem.
Όταν ο Τζέρεμυ είπε πως δε μπορούσε να το κάνει, η Λίντα του συνέστησε να βρει τα κότσια.

απροθυμία

(να κάνω κτ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιθυμώ, θέλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se realmente desejares isso, tu consegues aprender uma nova língua.
Αν το λαχταράς πολύ, μπορείς να μάθεις μια καινούρια γλώσσα.

παίρνω όσο θέλω, βάζω όσο θέλω

(pegar o que deseja)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Há muito para comer e beber, camaradas. Sirvam-se.
Παιδιά, υπάρχει αρκετό φαγητό και ποτά, βάλτε όσο θέλετε.

θέλω

(informal) (να κάνω κάτι τώρα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu topo sair para jantar hoje à noite.
Θέλω να βγω για φαγητό σήμερα το βράδυ.

άβουλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανάπαυση

(estado natural) (στρατιωτική στάση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os soldados ficaram à vontade antes da inspeção.
Οι στρατιώτες ήταν σε ανάπαυση πριν την επιθεώρηση.

αποφασιστικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θέλω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu não quero jogar golfe hoje.
Δεν έχω ιδιαίτερη διάθεση να παίξω γκολφ σήμερα.

έτοιμος είμαι

(καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Έτοιμος είμαι να σου δώσω ένα χέρι ξύλο!

που έχει μάθει να χρησιμοποιεί γιογιό

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντίθετα προς τη θέληση του

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στην κρίση σου

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αυτοβούλως

expressão (λόγιο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με τη θέλησή μου

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλή θέληση

substantivo feminino (gentileza)

Ajudamos os vizinhos a consertarem a cerca deles como um gesto de boa vontade.
Βοηθήσαμε τους γείτονες να επισκευάσουν τον φράκτη τους ως κίνηση καλής θέλησης.

ακόρεστη δίψα για κτ

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακλόνητη θέληση, αποφασιστικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Κυβερνάει τη χώρα με αποφασιστικότητα. Η αδερφή μου έχει ακλόνητη θέληση (or: αποφασιστικότητα) όταν πρόκειται για τη σωματική της υγεία.

άβουλος άνθρωπος

(alguém sem força de vontade)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

θέλημα Θεού

(algo predeterminado ou feito para ser) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Αυτή η μουσική με ξεσηκώνει και θέλω να χορέψω!

ηρεμώ, καθησυχάζω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρώω όσο θέλω, τρώω μέχρι να χορτάσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω διάθεση για κτ, έχω όρεξη για κτ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu tenho vontade de tomar uma xícara de chá.
Έχω διάθεση για ένα φλιτζάνι τσάι.

κάνω κπ να νιώσει σαν στο σπίτι του

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακολουθώ οδηγίες κάποιου

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχω όρεξη να κάνω κτ

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν έχω όρεξη να βγω έξω απόψε.

είμαι σε κατάσταση να κάνω κτ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Είμαι τόσο κουρασμένη που δεν είμαι καν σε κατάσταση να πάω στο πάρτι.

νιώθω άνετα

locução adverbial

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Eu fico mais à vontade quando meu chefe não está no escritório.
Νιώθω πιο άνετα, όταν το αφεντικό μου λείπει από το γραφείο.

πεθαίνω για κτ

(figurado, informal) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Susan estava morrendo de vontade de fumar um cigarro, mas não queria sair.
Η Σούζαν πέθαινε για ένα τσιγάρο αλλά δεν ήθελε να βγει έξω.

καλή θέληση, καλή διάθεση

substantivo feminino

Pouquíssimas pessoas pagam os seus impostos com completa boa vontade.
Πολύ λίγοι πληρώνουν τους φόρους τους με εντελώς καλή θέληση.

θέλημα Θεού

(algo determinado pela deidade Cristã)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πεθαίνω να κάνω κτ

(figurado, informal) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estou morrendo de vontade de ver minha família, depois de passar um ano no exterior.
Πεθαίνω να δω την οικογένειά μου μετά από έναν χρόνο στο εξωτερικό.

έχω όρεξη να κάνω κτ, έχω διάθεση να κάνω κτ

expressão verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Eu estou com vontade de sair para jantar hoje à noite.
Θέλω να βγω έξω για δείπνο απόψε.

άνετα

locução adjetiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Muitos empregados dizem que não se sentem à vontade para pedir um aumento.
Πολλοί εργαζόμενοι λένε ότι δεν θα ένιωθαν άνετα να ζητήσουν αύξηση από το αφεντικό τους.

άνετα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Chris era muito amigável e eu instantaneamente fiquei à vontade com ele.
Ο Κρις ήταν πολύ φιλικός και ένιωσα αμέσως άνετα μαζί του.

ελεύθερος

locução adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esteja à vontade para perguntar.

απρόθυμος

adjetivo (ação: com relutância) (χωρίς θέληση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελεύθερα

expressão

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

χαλαρώνω

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λαχταράω, λαχταρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vontade στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του vontade

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.