Τι σημαίνει το fin στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fin στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fin στο ισπανικά.

Η λέξη fin στο ισπανικά σημαίνει τέλος, τέλος, σκοπός, σκοπός, τέλος, τέλος, Τέλος, πέρας, λήξη, τέλος, καταστροφή, φινάλε, τέλος, τέλος, τέρμα, πέρας, τέλος, τέλος, τέλος, τέρμα, αιώνιος, ατελείωτος, ατελείωτος, τερματικός σταθμός, φινάλε, κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγω, τελειώνω, ατελείωτος, ατέλειωτος, καιρός είναι, Αρμαγεδών, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, σταματάω, διακόπτω, αποσύρω, σπάω, κόβω, τσακώνομαι, χωρίζω, σταματάω, σταματώ, ατελείωτος, ατέλειωτος, γενικά, συνολικά, στο τέλος, τελικά, επιτέλους, παντοτεινά, για πάντα, αιώνια, απ'την αρχή ως το τέλος, από την αρχή ως το τέλος, εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής, στην τελική, το Σαββατοκύριακο, σα να είναι η τελευταία φορά, σε τελική ανάλυση, υπέρτατος, σε τελική ανάλυση, δεν έχει τέλος, μέχρι τέλους, μέχρι την άκρη του κόσμου, τελικά, ολότελα, εντελώς, απόλυτα, απολύτως, παντελώς, προκειμένου να, έτσι ώστε, προκειμένου, προς αυτόν τον σκοπό, επιτέλους, τέλος παράθεσης, στα τσακίδια!, καλό Σαββατοκύριακο, σαββατοκύριακο, χορός αποφοίτησης, απολυτίκιο, το μέσο για να πετύχω κτ, η αρχή του τέλους, προαναγγελία θανάτου, τελική χρήση, τσάντα, όλα εντάξει, παραμονή Πρωτοχρονιάς, τέλος κύκλου ζωής, ημέρα πληρωμής, τέλος οικονομικού έτους, που τρώει τα λεφτά, μεγάλος πότης, ατέρμονας κοχλίας, ΣΚ, Σ-Κ, απώτερος στόχος, απώτερος σκοπός, πολύ γέλιο, πολύ πλάκα, η Δευτέρα Παρουσία, για να, καταλαβαίνω, παύω, σταματώ, σταματώ, ακινητοποιούμαι, φτάνω στο τέλος,καταλήγω, είμαι ατελείωτος, δεν έχω τέλος, τα φέρνω βόλτα, τα βγάζω πέρα, δίνω ένα τέλος σε κτ, βάζω ένα τέλος σε κτ, βάζω ένα τέλος σε κτ, τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω, φεύγω από κτ, βγαίνω από κτ, από την αρχή ως το τέλος, παντοτεινά, αιωνίως, στο κάτω κάτω της γραφής, στην τελική, ημέρα της κρίσεως, μιλένιουμ, πρωτοχρονιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fin

τέλος

nombre masculino (έκβαση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La historia me cautivó desde la primera línea hasta el fin.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο διαιτητής σφύριξε τον τερματισμό του αγώνα.

τέλος

nombre masculino (όριο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿No tendrán fin nuestros problemas?
Θα έχουν, ποτέ, τελειωμό τα προβλήματά μας;

σκοπός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¿De veras el fin justifica los medios?
Τελικά, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα;

σκοπός

(επίτευξη στόχου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¿Con qué fin estamos haciendo todo esto?
Με ποιο σκοπό τα κάνουμε όλα αυτά;

τέλος

(ευφημισμός: θάνατος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tuvo un fin prematuro.
Είχε πρόωρο τέλος.

τέλος

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Es el fin de este mundo que conocemos.
Είναι το τέλος του κόσμου που γνωρίσαμε ως τώρα.

Τέλος

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Apareció "Fin" en letras gigantes en la pantalla.

πέρας, λήξη, τέλος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Con la última tarea el trabajo llega a su fin.
Η τελευταία αποστολή φέρνει σε πέρας την εργασία.

καταστροφή

(για κάποιον/κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si esto cae en las manos equivocadas, es el fin del mundo libre.
Αν αυτό πέσει στα λάθος χέρια, θα είναι καταστροφή για τον ελεύθερο κόσμο.

φινάλε

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El equipo local venció al visitante en un dramático final.
Το φινάλε ήταν δραματικό και οι γηπεδούχοι νίκησαν τους φιλοξενούμενους.

τέλος

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los cortes presupuestarios ocasionarán el fin de este proyecto.

τέλος, τέρμα, πέρας

(voz latina)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τέλος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los ordenadores han causado la desaparición de la máquina de escribir.
Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές αποτέλεσαν την αιτία για το τέλος της γραφομηχανής.

τέλος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La conferencia llegó a su conclusión.
Το συνέδριο έφτασε στο τέλος του.

τέλος, τέρμα

(informal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Como no pudo asistir al funeral, David visitó la tumba de su padre posteriormente para poder pasar página.
Εφόσον δεν μπόρεσε να πάει στην κηδεία, ο Ντέιβιντ επισκέφθηκε αργότερα τον τάφο του πατέρα του για να βάλει ένα τέλος.

αιώνιος, ατελείωτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ατελείωτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El espacio es infinito.

τερματικός σταθμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φινάλε

(σκάκι)

Debido a que su torre se encontraba atrapada, Brian llegó al final de su partida de ajedrez.

κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando finalizaba la velada, la orquesta tocó un vals de cierre.
Καθώς τελείωνε η βραδιά, η ορχήστρα έπαιξε ένα τελευταίο βαλς.

τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ατελείωτος, ατέλειωτος

(figurado) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Julia condujo su coche por una carretera infinita.
Η Τζούλια οδηγούσε το αμάξι της κατά μήκος ενός ατέλειωτου αυτοκινητόδρομου.

καιρός είναι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Voy a postularme para el trabajo." "¡Finalmente!"
«Θα κάνω μια αίτηση εργασίας». «Καιρός ήταν!»

Αρμαγεδών

(μτφ: όλεθρος, καταστροφή)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ολοκληρώνομαι, τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La historia concluye cuando el héroe rescata a los chicos.

σταματάω, διακόπτω, αποσύρω

(βάζω τέλος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Finalizaron el proyecto en cuanto el cliente dejó de pagar.
Σταμάτησε το έργο όταν ο πελάτης σταμάτησε να πληρώνει.

σπάω, κόβω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El equipo local rompió la racha ganadora de los campeones.
Οι γηπεδούχοι έσπασαν το νικηφόρο σερί των πρωταθλητών.

τσακώνομαι, χωρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Al parecer, todos los días tengo que romper una pelea entre esos chicos.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los padres detuvieron el mal comportamiento de sus hijos.
Οι γονείς σταμάτησαν την κακή συμπεριφορά των παιδιών τους.

ατελείωτος, ατέλειωτος

(figurado) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡No puedo esperar a salir de esta reunión interminable!

γενικά, συνολικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En términos generales, creo que hiciste un buen trabajo.
Γενικά, πιστεύω ότι έκανες καλή δουλειά. Το ταξίδι δεν ήταν τέλειο, αλλά γενικά χαίρομαι που πήγαμε.

στο τέλος, τελικά, επιτέλους

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡Por fin (or: al fin). terminé mi informe!
Επιτέλους, τελείωσα τη σύνταξη εκείνης της έκθεσης.

παντοτεινά, για πάντα, αιώνια

locución preposicional

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

απ'την αρχή ως το τέλος

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me leí el libro de principio a fin.

από την αρχή ως το τέλος

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La cena fue una delicia de principio a fin.

εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A fin de cuentas, no tienes derecho a opinar sobre esto.

στην τελική

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Al fin y al cabo, no importa si vamos de vacaciones a Milán o a Barcelona, cualquiera será genial.
Στην τελική, δεν έχει και πολύ σημασία αν θα πάμε στο Μιλάνο ή στη Βαρκελώνη για διακοπές. Και τα δύο θα ήταν τέλεια.

το Σαββατοκύριακο

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La zona financiera de Londres es tranquila durante el fin de semana.

σα να είναι η τελευταία φορά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σε τελική ανάλυση

locución adverbial

υπέρτατος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε τελική ανάλυση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Al fin y al cabo, la decisión de tener un hijo es personal.

δεν έχει τέλος

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No hay fin en la diversión que puedes encontrar en Nueva York. La diversión que puedes encontrar en Nueva York no tiene fin.

μέχρι τέλους

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Actuó perfectamente de principio a fin.

μέχρι την άκρη του κόσμου

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi amor no tiene límites. Yo te seguiré al fin del mundo.

τελικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A veces el servicio es lento, pero a fin de cuentas, es un restaurante excelente.

ολότελα, εντελώς, απόλυτα, απολύτως, παντελώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Te creyó el cuento tu mamá?", "¡Sí! ¡De cabo a rabo!".

προκειμένου να, έτσι ώστε

locución preposicional

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se formó un comité a fin de determinar la causa del incendio.
Μια επιτροπή δημιουργήθηκε προκειμένου να καθοριστεί η αιτία της φωτιάς.

προκειμένου

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Con el objetivo de aumentar las ventas, nuestro departamento tiene que trabajar duro este mes.
Προκειμένου να αυξήσουμε τις πωλήσεις, το τμήμα μας πρέπει να εργαστεί σκληρά αυτόν τον μήνα.

προς αυτόν τον σκοπό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιτέλους

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τέλος παράθεσης

(ακριβής επανάληψη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στα τσακίδια!

(καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Cuando el niño finalmente se fue con su madre la niñera dijo "¡por fin!".

καλό Σαββατοκύριακο

(ES)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Espero que paséis un buen fin de semana.

σαββατοκύριακο

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El trabajo fue duro esta semana. ¡No puedo esperar al fin de semana!
Η δουλειά ήταν δύσκολη αυτή την εβδομάδα. Ανυπομονώ να έρθει το σαββατοκύριακο!

χορός αποφοίτησης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Recuerdas con quién fuiste a tu baile de graduación?
Θυμάσαι ποια συνόδευσες στον χορό αποφοίτησης της τελευταίας τάξης;

απολυτίκιο

(εκκλησιαστικός ύμνος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

το μέσο για να πετύχω κτ

expresión

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No importa que haya mentido, fue sólo un medio para un fin. La Junta ha prometido elecciones civiles; el golpe de estado fue un un medio para un fin.

η αρχή του τέλους

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προαναγγελία θανάτου

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los compactos anunciaron el fin de los casettes.

τελική χρήση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se realizó un festival con el fin último de recaudar fondos para los damnificados en la catástrofe.

τσάντα

locución nominal masculina (ES, obsoleto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi madre solía usar un fin de semana para los viajes cortos, ahora yo llevo el trolley pequeño.

όλα εντάξει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando terminó el simulacro de incendio el director dijo que estaba todo despejado.

παραμονή Πρωτοχρονιάς

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
En año nuevo mucha gente va a fiestas y tira fuegos artificiales.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς πολλοί πηγαίνουν σε πάρτι και ρίχνουν πυροτεχνήματα. Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς είναι στις 31 Δεκεμβρίου.

τέλος κύκλου ζωής

(producto)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ημέρα πληρωμής

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
A como están los precios no vamos a llegar a fin de mes.

τέλος οικονομικού έτους

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El fin de año fiscal para la mayoría de las empresas es el 31 de diciembre.

που τρώει τα λεφτά

locución nominal femenina (μτφ, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se compró una casa barata pero terminó siendo una fuente de gastos sin fondo.

μεγάλος πότης

ατέρμονας κοχλίας

locución nominal masculina

ΣΚ, Σ-Κ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

απώτερος στόχος, απώτερος σκοπός

πολύ γέλιο, πολύ πλάκα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Una hora y media de risas sin fin, una película para ver con toda la familia.

η Δευτέρα Παρουσία

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

για να

(formal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se organizó una reunión con el fin de encontrar soluciones al problema.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν χρειάζεσαι πτυχίο για να δουλέψεις ως συνοδός. Για να ταξιδέψεις στο εξωτερικό πρέπει να έχεις έγκυρο διαβατήριο.

καταλαβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Después de que Ana me lo explicó, por fin comprendí.

παύω, σταματώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το μηχάνημα χάλασε κι έτσι ο εργοδηγός έβαλε τέρμα στην εργασία.

σταματώ, ακινητοποιούμαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Es hora de que esta pantomima llegue a su fin.

φτάνω στο τέλος,καταλήγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todo lo bueno llega a su fin.

είμαι ατελείωτος, δεν έχω τέλος

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα φέρνω βόλτα, τα βγάζω πέρα

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Con la actual crisis económica, a muchas familias les está costando llegar a fin de mes.
Στην παρούσα οικονομική κρίση για πολλές οικογένειες δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Δεν μπορώ να τα φέρω βόλτα με τα χρήματα που μου δίνεις.

δίνω ένα τέλος σε κτ

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La rápida acción de la autoridad puso un alto a los tumultos callejeros tras el partido de fútbol.

βάζω ένα τέλος σε κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los estudiantes se están copiando, le pondremos fin a eso ahora mismo.

βάζω ένα τέλος σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La caída le puso fin a su carrera de esquiadora.

τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pusieron fin a la conferencia pasada la tarde.

φεύγω από κτ, βγαίνω από κτ

(μεταφορικά)

El jugador negó que tuviera alguna intención de acabar con su contrato.
Ο παίκτης αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε πρόθεση να σπάσει το συμβόλαιο.

από την αρχή ως το τέλος

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Con seis amagos de gol, el partido estuvo lleno de emoción de principio a fin.

παντοτεινά, αιωνίως

locución adjetiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El Cielo es un paraíso sin fin.

στο κάτω κάτω της γραφής, στην τελική

(μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Después de todo, no hay nada que podamos hacer.
Στο κάτω κάτω της γραφής δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.

ημέρα της κρίσεως

(coloquial) (τρομακτικό γεγονός, μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El sábado es el fin del mundo: ese día llega mi suegra.

μιλένιουμ

(año 2000) (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El mundo tenía miedo del milenio debido al Y2K.

πρωτοχρονιά

locución nominal masculina (AR)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¡Feliz Fin de año!
Καλή πρωτοχρονιά!

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fin στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του fin

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.