Τι σημαίνει το patent στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης patent στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του patent στο Αγγλικά.

Η λέξη patent στο Αγγλικά σημαίνει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, κατοχυρώνω, ολοφάνερος, ευρεσιτεχνίας, λουστρίν, επιστολή αναγνώριση δικαιώματος, δικηγόρος που ειδικεύεται σε ευρεσιτεχνίες και εμπορικά σήματα, αίτηση παροχής διπλώματος ευρεσιτεχνίας, αίτηση χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας, δικηγόρος που ειδικεύεται σε διπλώματα ευρεσιτεχνίας, δέρμα λουστρίνι, εμφανές ελάττωμα, φανερό ελάττωμα, προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας, δικηγόρος που ειδικεύεται σε διπλώματα ευρεσιτεχνίας, λουστρίνι, λουστρίνι, γιατροσόφι, υπηρεσία χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, με εκκρεμή αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, με εκκρεμούσα αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, σύστημα χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, σύστημα παροχής διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, δευτερεύον δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης patent

δίπλωμα ευρεσιτεχνίας

noun (legal right)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Our company holds the patent for this device, so no one else can produce one exactly the same.
Η εταιρείας μας κατέχει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για αυτή τη συσκεύη και έτσι κανείς άλλος δε μπορεί να παράξει μια ακριβώς ίδια.

κατοχυρώνω

transitive verb (obtain patent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paula advised Grace to patent her invention as soon as possible, so no one would be able to steal it.
Η Πώλα συμβούλεψε την Γκρέις να κατοχυρώσει την εφεύρεσή της όσο το δυνατόν συντομότερα ώστε να μην μπορεί να της την κλέψει κανείς.

ολοφάνερος

adjective (obvious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I know you weren't at school today, because I saw you in the shops, so stop telling such patent lies!
Ξέρω πως δεν ήσουν στο σχολείο σήμερα, γιατί σε είδα στα μαγαζιά, επομένως σταμάτα να λες τέτοια εξόφθαλμα ψέματα!

ευρεσιτεχνίας

adjective (relating to patents) (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Some lawyers specialize in patent law.

λουστρίν

adjective (of patent leather)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
When I was a little girl, I had patent shoes, which I loved because they were so shiny.

επιστολή αναγνώριση δικαιώματος

plural noun (legal conveyancing documents)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δικηγόρος που ειδικεύεται σε ευρεσιτεχνίες και εμπορικά σήματα

noun (US (copyright lawyer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αίτηση παροχής διπλώματος ευρεσιτεχνίας, αίτηση χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας

noun (formal request to copyright [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δικηγόρος που ειδικεύεται σε διπλώματα ευρεσιτεχνίας

noun (US (copyright lawyer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δέρμα λουστρίνι

noun (young cow's leather made shiny) (από μοσχάρι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμφανές ελάττωμα, φανερό ελάττωμα

noun (obvious fault or flaw)

προσβολή διπλώματος ευρεσιτεχνίας

noun (breach of protected right)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δικηγόρος που ειδικεύεται σε διπλώματα ευρεσιτεχνίας

noun (copyright attorney)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λουστρίνι

noun (shiny leather)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Patent leather was once used to decorate horse-drawn carriages.

λουστρίνι

adjective (made of shiny leather)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My daughter had beautiful red patent leather shoes until she dragged her toes and scuffed the tops of them.

γιατροσόφι

noun (US (no prescription) (αρνητική σημασία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quack doctors travelled the West selling patent medicines that didn't cure anything but the doctor's pocketbook.

υπηρεσία χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας

noun (trademark agency)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Thomas Edison registered over 1000 inventions at the Patent Office to stop others from copying them.

με εκκρεμή αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, με εκκρεμούσα αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας

expression (indicating [sth] is to be copyrighted)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σύστημα χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, σύστημα παροχής διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας

noun (procedure for granting copyright)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δευτερεύον δίπλωμα ευρεσιτεχνίας

noun (copyright)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του patent στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του patent

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.