Τι σημαίνει το patch στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης patch στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του patch στο Αγγλικά.

Η λέξη patch στο Αγγλικά σημαίνει μπάλωμα, επιφάνεια, έκταση, κομμάτι, τμήμα, κομμάτι, τμήμα, κηλίδα, σήμα, patch, καλύπτρα, έμπλαστρο, συνδέω, συνδέω κπ με κπ/κτ, διάστημα, επιδιορθώνω, ενημερώνω, μπαλώνω, ράβω, ράβω, κάλυμμα ματιού, έμβλημα/διακριτικό στο ύψος του ώμου, σήμα, φτιάχνω, επισκευάζω, επιδιορθώνω, κάνω κπ καλά, φαλάκρα, περνάω δύσκολη περίοδο, περιοχή κπ, αυτοκόλλητο νικοτίνης, τα ξαναβρίσκω με κπ, φτιάχνω πρόχειρα, χωράφι με κολοκύθες, μικρό τριγωνικό γενάκι κάτω από το κάτω χείλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης patch

μπάλωμα

noun (fabric: mends, strengthens)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
John had to put a patch on his jeans, as they had a hole in them.
Ο Τζον έπρεπε να βάλει ένα μπάλωμα στο τζιν του καθώς είχε μια τρύπα.

επιφάνεια, έκταση

noun (area of land, grass) (συνήθως μικρή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a patch of grass between the flower bed and the vegetable patch.
Υπάρχει μια επιφάνεια με γκαζόν ανάμεσα στο παρτέρι και τον λαχανόκηπο.

κομμάτι, τμήμα

noun (small piece of [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Angela hit a patch of ice and skidded.
Η Άντζελα πάτησε ένα κομμάτι πάγου και γλίστρησε.

κομμάτι, τμήμα

noun (small area of [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A patch of blue sky appeared between the clouds.
Ένα κομμάτι μπλε ουρανού εμφανίστηκε ανάμεσα στα σύννεφα.

κηλίδα

noun (area of skin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Your patches of white skin are caused by vitiligo.
Οι κηλίδες λευκού δέρματος που έχεις προκαλούνται από λεύκη.

σήμα

noun (fabric badge)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Karen sewed a Greenpeace patch onto her jacket when she was at college.
Η Κάρεν έραψε ένα σήμα της Greenpeace στο σακάκι της όταν ήταν φοιτήτρια.

patch

noun (computing: bug fix)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ben used a patch to fix the problem with the software.
Ο Μπεν χρησιμοποίησε ένα patch για να λύσει το πρόβλημα με το λογισμικό.

καλύπτρα

noun (eye covering)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pirate wore a patch over one eye.
Ο πειρατής φορούσε ένα κάλυμμα πάνω από το ένα του μάτι.

έμπλαστρο

noun (plaster: administers drug)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tim is using nicotine patches to help him give up smoking.
Ο Τιμ χρησιμοποιεί έμπλαστρα νικοτίνης για να τον βοηθήσουν να κόψει το κάπνισμα.

συνδέω

(telephone: connect to external line) (για τηλεφωνική γραμμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Audrey is out of the office at the moment, but she's available on her mobile; I can patch you through if you like.

συνδέω κπ με κπ/κτ

verbal expression (telephone: connect to external line)

διάστημα

noun (informal (period of time)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επιδιορθώνω, ενημερώνω

transitive verb (computing: fix)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben has patched this program and now the problem is fixed.

μπαλώνω, ράβω

transitive verb (mend: clothes, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John has patched his jeans to hide the hole.

ράβω

transitive verb (join patches)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hester is patching a quilt.

κάλυμμα ματιού

noun (covering for one eye)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

έμβλημα/διακριτικό στο ύψος του ώμου

noun (emblem worn on upper sleeve)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The police officer had a newly designed shoulder patch on his shirt.

σήμα

noun (fabric emblem on arm of shirt)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φτιάχνω, επισκευάζω, επιδιορθώνω

phrasal verb, transitive, separable (mend: clothing, tear) (αυτό που έχει τρύπα ή σκίσιμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
There are no more mice in the house since I patched up the hole in the wall.

κάνω κπ καλά

phrasal verb, transitive, separable (person: treat injury) (καθομιλουμένη)

Don't worry, the doctors will patch you up in no time.

φαλάκρα

noun (area of scalp: no hair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περνάω δύσκολη περίοδο

verbal expression (informal, figurative (experience difficult time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pippa has a lot of problems at the moment; she's going through a rough patch.

περιοχή κπ

noun (local area)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοκόλλητο νικοτίνης

noun (plaster to quit smoking)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τα ξαναβρίσκω με κπ

verbal expression (informal, figurative (be reconciled)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My friend and I had a fight, but we've patched things up now.

φτιάχνω πρόχειρα

(assemble roughly)

Sam patched a team together for Saturday's football match.

χωράφι με κολοκύθες

noun (plot where pumpkins grow)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I used to go to the pumpkin patch to choose a pumpkin every Hallowe'en.
Συνήθιζα να πηγαίνω στο χωράφι με τις κολοκύθες για να διαλέξω μία κάθε Χαλοουίν.

μικρό τριγωνικό γενάκι κάτω από το κάτω χείλος

noun (facial hair)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του patch στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.