Τι σημαίνει το apply στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης apply στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του apply στο Αγγλικά.

Η λέξη apply στο Αγγλικά σημαίνει απλώνω, απλώνω κτ σε κπ/κτ, χρησιμοποιώ, εφαρμόζω, εφαρμόζω, ισχύω, ισχύω, κάνω αίτηση σε κτ, στέλνω αίτηση σε κτ, στέλνω βιογραφικό σε κτ, εφαρμόζω, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ, υποβάλλω αίτηση, υποβάλλω αίτηση για δουλειά, βάφομαι, πιέζω, πιέζω, πιέζω, πιέζω, συγκεντρώνομαι, προσπαθώ, αφοσιώνομαι σε κτ, αφιερώνομαι σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης apply

απλώνω

transitive verb (spread [sth] on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please apply sunscreen before going outside.
Σε παρακαλώ βάλε αντηλιακό πριν βγεις έξω.

απλώνω κτ σε κπ/κτ

transitive verb (spread [sth] on [sth/sb])

Apply the moisturizer liberally to your face and neck.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το μονωτικό υλικό εφαρμόζεται με ρολό.

χρησιμοποιώ

transitive verb (use, employ [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Audrey is applying the same method as last time. We need to apply a little common sense here.
Η Ώντρεϋ εφαρμόζει την ίδια μέθοδο με την προηγούμενη φορά.

εφαρμόζω

transitive verb (put [sth] to use)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She was able to apply her skills to the new project.
Μπόρεσε να εφαρμόσει τις δεξιότητές της στο νέο πρότζεκτ.

εφαρμόζω

transitive verb (impose: a law)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A judge's job is to apply the law, not to make new laws.
Η δουλειά των δικαστών είναι να επιβάλλουν τους νόμους κι όχι να δημιουργούν νέους.

ισχύω

intransitive verb (be relevant)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In this new situation, the old rules do not apply.
Σε αυτήν την περίπτωση, οι παλιοί κανόνες δεν ισχύουν.

ισχύω

(be relevant to [sb], [sth]) (σε/για κάτι/κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The guidelines do not apply to this case.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες δεν ισχύουν σε αυτήν την περίπτωση.

κάνω αίτηση σε κτ, στέλνω αίτηση σε κτ

(send a request)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cathy applied to three universities but none of them accepted her.
Η Κάθι έκανε αίτηση σε τρία πανεπιστήμια αλλά κανένα δεν τη δέχτηκε.

στέλνω βιογραφικό σε κτ

(submit job application)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My brother applied to Microsoft and they offered him a job.

εφαρμόζω, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ

transitive verb (put to use) (κάτι σε κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gordon applied his mechanical skills to building and flying aircraft.

υποβάλλω αίτηση

(request formally) (για κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Thomas applied for a credit card.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Με την υποβολή του παρόντος εγγράφου, αιτούμαι τη συμμετοχή μου στο πρόγραμμα.

υποβάλλω αίτηση για δουλειά

verbal expression (reply to employment advertisement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My only task for today is to apply for a job.

βάφομαι

(put on cosmetics) (μτφ: με καλλυντικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I don't have the time to apply makeup, so it's lucky I have nice skin!

πιέζω

(press firmly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you get a nosebleed, you should pinch your nose and apply pressure.

πιέζω

(press firmly on [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Applying pressure to the cut will stop the bleeding.

πιέζω

(figurative (try to persuade) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What the army calls "applying pressure to prisoners" other people might call "torture".

πιέζω

(figurative (try to persuade) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
MPs are applying pressure on the government to spend more money on education.

συγκεντρώνομαι, προσπαθώ

transitive verb and reflexive pronoun (make an effort, work hard)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you apply yourself, you will succeed.
Αν συγκεντρωθείς, θα επιτύχεις.

αφοσιώνομαι σε κτ, αφιερώνομαι σε κτ

transitive verb and reflexive pronoun (make an effort, work hard)

I am really going to apply myself to my studies.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του apply στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του apply

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.