Τι σημαίνει το pedido στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pedido στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pedido στο ισπανικά.

Η λέξη pedido στο ισπανικά σημαίνει παραγγελία, παραγγελία, παραγγελία, παραγγελία, περιζήτητος, ικεσία, εντολή, διαταγή, εντολή αγοράς, που έχω ζητήσει, που έχω παραγγείλει, παραγγέλνω, παραγγέλνω, ζητιανεύω, επαιτώ, ζητάω, ζητώ, ζητάω, ζητιανεύω, ζητάω, ζητώ, υποβάλλω αίτηση, παρακαλώ, εκλιπαρώ, κάνω έκκληση, ζητάω, ζητώ, ζητώ, πλασάρω, ικετεύω για κτ, χρεώνω κπ κτ, ζητιανεύω, ικετεύω, εκλιπαρώ, υποβάλλω αίτηση, υποβάλλω αίτημα, παραγγέλνω, ζητώ κτ γονυπετής, παραγγέλνω, χρειάζομαι απελπισμένα, αυτόκλητος, αυθαίρετος, της ώρας, κατά παραγγελία, διαθέσιμο κατόπιν αιτήματος, μετά από απαίτηση, κατόπιν αιτήσεως, Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;, τιμή πώλησης, σήμα κινδύνου, εντολή επανάληψης, άδεια, φόρμα παραγγελίας, εισερχόμενο εμπόρευμα, επιβεβαίωση παραγγελίας, λαϊκή απαίτηση, απαίτηση του κοινού, επείγον αίτημα, ζητάω, ζητώ, ανεπιθύμητος, πάγια εντολή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pedido

παραγγελία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿El camarero ya ha tomado su pedido?
Έχει πάρει ο σερβιτόρος την παραγγελία σας;

παραγγελία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le he enviado mi pedido para una mesa nueva.

παραγγελία

nombre masculino (λόγω μη διαθεσιμότητας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
De ese modelo no nos queda. pero hemos hecho un pedido.

παραγγελία

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περιζήτητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta es una de las áreas más deseadas de la ciudad.

ικεσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εντολή, διαταγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Es el deseo de la Reina que él sea nombrado caballero por sus servicios al deporte.

εντολή αγοράς

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hemos recibido la orden de compra y despacharemos los productos inmediatamente.

που έχω ζητήσει, που έχω παραγγείλει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La tienda llamó para decir que ya había llegado el CD que Angela había ordenado.
Το κατάστημα τηλεφώνησε για να πει στην Άντζελα πως το CD που είχε παραγγείλει είχε φτάσει.

παραγγέλνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deberíamos pedir otra botella de vino.
Καλύτερα να παραγγείλουμε άλλο ένα μπουκάλι κρασί.

παραγγέλνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Han pedido ya?
Έχετε παραγγείλει ήδη;

ζητιανεύω, επαιτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζητάω, ζητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El policía pidió mi licencia y registro.
Οι αστυνομικοί μου ζήτησαν την άδεια οδήγησης και την άδεια κυκλοφορίας.

ζητάω

(βοήθεια: από κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le pidió ayuda.
Ζήτησε τη βοήθειά του.

ζητιανεύω

verbo transitivo (perro)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi perro hace trucos cuando le digo "ruédate" o "pide"
Ο σκύλος μου κάνει κόλπα όταν του λέω «Κάνε μια στροφή!» ή «Παρακάλα!»

ζητάω, ζητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le pedimos consejo a los sabios maestros.

υποβάλλω αίτηση

(formal) (για κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Thomas solicitó una tarjeta de crédito.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Με την υποβολή του παρόντος εγγράφου, αιτούμαι τη συμμετοχή μου στο πρόγραμμα.

παρακαλώ, εκλιπαρώ, κάνω έκκληση

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La rehén suplicó misericordia.

ζητάω, ζητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella solicitó más tiempo para acabar el informe.
ΝEW: Δεν σκοπεύω να αιτηθώ νέας αναβολής.

ζητώ

(formal) (καθομιλουμένη: κτ από κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El artista solicitó opiniones sobre su nueva escultura.

πλασάρω

(con impertinencia, descaradamente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El representante estaba llamando a todas las puertas de la calle, ofreciendo descaradamente su mercancía.
Ο αντιπρόσωπος πωλήσεων πήγαινε από πόρτα σε πόρτα πλασάροντας τα προϊόντα του

ικετεύω για κτ

Scott rogó piedad para sus hijos.
Ο Σκοτ ικέτευσε για έλεος για τα παιδιά του.

χρεώνω κπ κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El taxista me cobró ‎‎£15.
Ο ταξιτζής μου πήρε (or: μου ζήτησε) 15 λίρες.

ζητιανεύω

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nos hemos acostumbrado a ver gente sin hogar mendigando dinero a los transeúntes.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ήταν μια φτωχή πόλη και άνθρωποι που ζητιάνευαν χρήματα σχεδόν σε κάθε γωνία.

ικετεύω, εκλιπαρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Te imploro que me concedas un favor.
Σε θερμοπαρακαλώ να μου κάνεις μια χάρη.

υποβάλλω αίτηση, υποβάλλω αίτημα

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

παραγγέλνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor llama al restaurante chino y encarga sopa picante y amarga.
Παρακαλώ, κάλεσε το κινέζικο εστιατόριο και παράγγειλε μια καυτερή και ξινή σούπα.

ζητώ κτ γονυπετής

(figurado, pedir) (μεταφορικά)

παραγγέλνω

verbo transitivo (comida)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χρειάζομαι απελπισμένα

(coloquial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτόκλητος, αυθαίρετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tenemos tanto correo no solicitado estos días, ¡qué desperdicio de papel!

της ώρας

(μεταφορικά: φαγητό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El desayuno cocinado a pedido de nuestro hotel es excelente.

κατά παραγγελία

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Una computadora diseñada a pedido del consumidor sólo tendría los componentes que el comprador quiera.

διαθέσιμο κατόπιν αιτήματος

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μετά από απαίτηση

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατόπιν αιτήσεως

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Las copias del discurso del presidente serán enviadas a pedido de los interesados.

Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;

(restaurante)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τιμή πώλησης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El precio pedido por el florero es 25 pesos.

σήμα κινδύνου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εντολή επανάληψης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quedé tan satisfecho con sus productos que he hecho un nuevo pedido.

άδεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pedí días de asuntos propios en el trabajo para cuidar de mi padre.

φόρμα παραγγελίας

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tengo que rellenar un impreso de solicitud para pedir los cartuchos de la impresora.

εισερχόμενο εμπόρευμα

επιβεβαίωση παραγγελίας

locución nominal femenina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Necesitamos que nos abonen el 50% como confirmación del pedido.

λαϊκή απαίτηση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Respondimos al pedido del público, ofrecimos tres representaciones adicionales.

απαίτηση του κοινού

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
A pedido del público el teatro agregó una función extra a la medianoche de la popular obra.
Κατ' απαίτηση του κοινού, το θέατρο πρόσθεσε μερικές μεταμεσονύκτιες παραστάσεις της δημοφιλούς παράστασης.

επείγον αίτημα

nombre masculino

ζητάω, ζητώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para hacer un pedido de un nuevo servicio web, haga click aquí.

ανεπιθύμητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Seguimos recibiendo llamadas no solicitadas de telemárketers.

πάγια εντολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pedido στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.