Τι σημαίνει το pensar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pensar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pensar στο πορτογαλικά.

Η λέξη pensar στο πορτογαλικά σημαίνει σκέφτομαι, σκέφτομαι, σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκέφτομαι, βρίσκω, σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκοπεύω να κάνω κάτι, στοχάζομαι, διαλογίζομαι, σκέφτομαι, σκέφτομαι, θεωρώ, θεωρώ, σκέφτομαι, θυμάμαι, νομίζω, νομίζω, πιστεύω, νομίζω, πιστεύω, θεωρώ, πιστεύω, καταλαβαίνω, πιστεύω, θεωρώ, θεωρώ, πιστεύω, σκέφτομαι, σκέπτομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι, διαλογίζομαι, διανοούμαι, νομίζω ότι/πως, υποθέτω ότι/πως, υποθέτω, θεωρώ, κατεβάζω, σκέφτομαι, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, σκέφτομαι λύσεις, σκέφτομαι ιδέες, κατεβάζω ιδέες, σκέφτομαι, νομίζω, τρόπος σκέψης, σκέφτομαι, γρήγορα, βιαστικά, σκέφτομαι, σκέφτομαι, αφηρημένα, κάποιοι θεωρούν ότι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, ορθολογιστής, με τίποτα, ούτε να το σκέφτεσαι, τροφή για σκέψη, χρόνος περισυλλογής, ξανασκέφτομαι, έχω δεύτερες σκέψεις, δεν σκέφτομαι, σκέφτομαι αντισυμβατικά, έτσι νομίζω, έτσι πιστεύω, δίνω προτεραιότητα σε κπ, δεν τολμώ ούτε να το σκεφτώ, σκέφτομαι δυνατά, σκέφτομαι φωναχτά, υπεραναλύω, ξανασκέφτομαι, προσπαθώ να προβλέψω, πετώ, σκέφτομαι σοβαρά, σκέφτομαι καλά, βρίσκω, δικηγορίστικος, εννοείται, αποκλείεται, με τίποτα, δεν τολμώ ούτε να σκεφτώ, έχω δεύτερες σκέψεις για κτ, ξανασκέφτομαι, σκέφτομαι δημιουργικά, κοιτάζω μπροστά, υπεραναλύω, ξέχασε το, μην ασχολείσαι, με τίποτα, ξεσπάω, ξεσπώ, Άντε από δω!, που με συνεφέρνει, που με ξεμεθάει, σκέψου καλά, σκέφτομαι υπερβολικά, σκέφτομαι υπερβολικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pensar

σκέφτομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bert foi dar uma volta para pensar por um momento.
Ο Μπερτ βγήκε έξω για να σκεφτεί για λίγο.

σκέφτομαι

verbo transitivo (estar preocupado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele estava entristecido e pensava na situação dela o tempo todo.
Ήταν στενοχωρημένος, και αναλογιζόταν συνέχεια την κατάσταση της.

σκέφτομαι να κάνω κάτι

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nem pense em me pedir para fazer mais favores a você!
Ούτε να σου περάσει από το μυαλό να μου ζητήσεις να σου κάνω άλλες χάρες!

σκέφτομαι, βρίσκω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele pensou numa nova maneira de fabricar lápis.
Σκέφτηκε έναν καινούριο τρόπο για να φτιάξει μολύβια.

σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκοπεύω να κάνω κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estamos pensando em ir a esse novo restaurante italiano hoje à noite.

στοχάζομαι, διαλογίζομαι

(meditar) (σκέφτομαι έντονα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não o incomode, ele está pensando.

σκέφτομαι

verbo transitivo (κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você não pode me deixar! Pense nas crianças!
Δεν μπορείς να με αφήσεις! Σκέψου τα παιδιά!

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No momento, não sei. Preciso pensar (or: refletir) sobre isso um pouco mais.
Δεν ξέρω ακόμα, πρέπει να το σκεφτώ ξανά.

θεωρώ

(με επίθετο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela pensava (or: achava) correto pagar seus impostos.
Θεωρούσε σωστό να πληρώνει τους φόρους.

θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Considero-o um amigo.
Τον θεωρώ φίλο μου.

σκέφτομαι, θυμάμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lembra o que fizemos na semana passada?
Μπορείς να σκεφτείς (or: θυμηθείς) τι κάναμε το προηγούμενο σαββατοκύριακο;

νομίζω

verbo transitivo (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Talvez essa pintura ficasse melhor naquela parede; o que você acha?
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Νομίζω πως πρέπει να πάρουμε αυτόν τον δόμο.

νομίζω, πιστεύω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu acho (or: penso) que Tom virá conosco. Vou perguntar para ele.
Νομίζω ότι ο Τομ θα έρθει μαζί μας. Θα τον ρωτήσω.

νομίζω, πιστεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O que você acha (or: pensa) que vai acontecer?
Τι νομίζεις (or: πιστεύεις) πως θα συμβεί;

θεωρώ, πιστεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταλαβαίνω

(από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não sei o que pensar das suas ações. O que você pensa deste carro?
Τι γνώμη έχεις για αυτό το αμάξι;

πιστεύω, θεωρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θεωρώ, πιστεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέφτομαι, σκέπτομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι, διαλογίζομαι, διανοούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

νομίζω ότι/πως, υποθέτω ότι/πως

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Imagino que devo cortar meu cabelo logo.

υποθέτω, θεωρώ

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry telefonou para dizer que estava a caminho, então suponho que ele logo estará aqui.
Ο Χάρι τηλεφώνησε για να πει ότι είναι στον δρόμο, οπότε θεωρώ ότι θα έρθει σύντομα.

κατεβάζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέφτομαι, αναλογίζομαι

(pensar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, reflita sobre suas ações.
Σε παρακαλώ σκέψου (or: αναλογίσου) τις πράξεις σου.

σκέφτομαι λύσεις, σκέφτομαι ιδέες, κατεβάζω ιδέες

(anglicismo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκέφτομαι, νομίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρόπος σκέψης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκέφτομαι

(considerar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Σκέψου αυτά που σου είπα και πες μου αύριο ποια απόφαση πήρες.

γρήγορα, βιαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Foi uma decisão difícil e eu a ponderei por um longo período antes de me decidir.
Ήταν μια δύσκολη απόφαση και την επεξεργάστηκα για πολύ καιρό πριν αποφασίσω.

σκέφτομαι

(να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Brenda considerou pegar a guarda do cachorro.

αφηρημένα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάποιοι θεωρούν ότι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ορθολογιστής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με τίποτα, ούτε να το σκέφτεσαι

interjeição (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τροφή για σκέψη

expressão (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χρόνος περισυλλογής

(período de reflexão silenciosa)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ξανασκέφτομαι

expressão (figurado, hesitar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω δεύτερες σκέψεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν σκέφτομαι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκέφτομαι αντισυμβατικά

έτσι νομίζω, έτσι πιστεύω

(acreditar ser este o caso)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω προτεραιότητα σε κπ

(priorizar uma pessoa em particular)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Σε κανέναν δεν αρέσει η Νάνσι, πάντα βάζει πρώτα τον εαυτό της και δεν σκέφτεται κανέναν άλλο.

δεν τολμώ ούτε να το σκεφτώ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκέφτομαι δυνατά, σκέφτομαι φωναχτά

expressão verbal

υπεραναλύω

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξανασκέφτομαι

(reconsiderar algo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσπαθώ να προβλέψω

locução verbal (predizer e preparar para o futuro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετώ

(dizer num impulso)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέφτομαι σοβαρά, σκέφτομαι καλά

(considerar algo completamente)

βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ei Jane, acabei de pensar numa solução para o seu problema!
Έι Τζέιν, μόλις βρήκα μια λύση για το πρόβλημά σου!

δικηγορίστικος

expressão verbal

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εννοείται

(informal)

Δεν έχω καμία αντίρρηση να το κάνω αυτό για σένα.

αποκλείεται, με τίποτα

interjeição

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Você não vai à festa. De jeito nenhum!
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν θα πας στο πάρτι. Αποκλείεται!

δεν τολμώ ούτε να σκεφτώ

expressão (ότι/πως/πώς/ποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω δεύτερες σκέψεις για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξανασκέφτομαι

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέφτομαι δημιουργικά

(figurado: pensar criativamente)

κοιτάζω μπροστά

expressão verbal (μεταφορικά)

A empresa está pensando no futuro e espera expandir seus negócios.
Η εταιρεία κοιτάζει μπροστά κι ελπίζει να επεκτείνει τις δραστηριότητές της.

υπεραναλύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξέχασε το, μην ασχολείσαι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με τίποτα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sem chance da gente chegar na hora. Nosso carro quebrou.
Με τίποτα δε φτάνουμε στην ώρα μας· χάλασε το αμάξι.

ξεσπάω, ξεσπώ

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Άντε από δω!

(ter bom relacionamento)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που με συνεφέρνει, που με ξεμεθάει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκέψου καλά

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκέφτομαι υπερβολικά

σκέφτομαι υπερβολικά

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pensar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.