Τι σημαίνει το pepper στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pepper στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pepper στο Αγγλικά.

Η λέξη pepper στο Αγγλικά σημαίνει πιπέρι, πιπεριά, πιπέρι, πιπεριά, αλατοπίπερο, μικρά σκάγια, ψιλά σκάγια, πυροβολώ, πιπεριά, πιπεριά, πέπερι, μαύρο πιπέρι, πιπεριά τσίλι, πράσινη πιπεριά, πιπέρι, καυτερό πιπέρι, πιπεριά χαλαπένιο, μύλος πιπεριού, σούπα με πατσά και πολλά μπαχαρικά, πιάτο με κρέας και λαχανικά από τις Δυτικές Ινδίες, κόκκινο, κόκκινος, σάλτσα πιπεριού, πιπεριέρα, σπρέι πιπεριού, με επικάλυψη πιπεριού, κόκκινη πιπεριά, γκρίζος, ψαρός, αλατιέρα και πιπεριέρα, νεροπιπεριά, λευκό πιπέρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pepper

πιπέρι

noun (spice) (μπαχαρικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I like lots of pepper in my soup.
Μου αρέσει να βάζω πολύ πιπέρι στη σούπα μου.

πιπεριά

noun (fruit) (καρπός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bell peppers are often used in a salad.
Οι πιπεριές συχνά χρησιμοποιούνται στη σαλάτα.

πιπέρι

noun (uncountable (black, white: seasoning)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I like lots of salt and pepper on my steak.
Μου αρέσουν να βάζω πολύ αλάτι και πιπέρι πάνω στην μπριζόλα μου.

πιπεριά

noun (plant) (φυτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A pepper can produce red, green, or yellow fruits.
Μια πιπεριά μπορεί να βγάλει κόκκινους, πράσινους ή κίτρινους καρπούς.

αλατοπίπερο

noun (figurative (liveliness, interest) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He made shocking statements to add pepper to the discussion.
Έκανε σοκαριστικές δηλώσεις για να δώσει λίγο ενδιαφέρον στην κουβέντα.

μικρά σκάγια, ψιλά σκάγια

noun (uncountable (pellets)

Small pellets in shotgun cartridges are sometimes referred to as pepper.

πυροβολώ

transitive verb (shoot)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He peppered the target with a round from his machine gun.

πιπεριά

noun (vegetable: mild pepper)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bell peppers are often used in a salad.
Συχνά χρησιμοποιούνται πιπεριές στις σαλάτες.

πιπεριά

noun (plant: bears peppers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I planted tomatoes, hot peppers, and bell peppers in my garden last year.
Πέρυσι φύτεψα στον κήπο μου ντομάτες, καυτερές πιπεριές και πιπεριές.

πέπερι

noun (plant) (φυτό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαύρο πιπέρι

noun (seasoning)

πιπεριά τσίλι

noun (spicy vegetable)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Jalapeños and habaneros are types of chili pepper.
Οι χαλαπένιος και οι χαμπανέρος είναι πιπεριές τσίλι.

πράσινη πιπεριά

noun (green capsicum, green bell pepper)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πιπέρι

noun (milled condiment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There's nothing like a sprinkling of fresh ground pepper to add a little zing to a salad.

καυτερό πιπέρι

noun (spicy chilli pepper)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιπεριά χαλαπένιο

noun (hot Mexican chilli)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jalapeno pepper is by far the most common pepper used in Mexican cookery.

μύλος πιπεριού

noun (kitchen utensil for grinding pepper)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Pepper ground fresh from a pepper mill is more flavorful than pre-ground pepper.

σούπα με πατσά και πολλά μπαχαρικά

noun (thick soup)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πιάτο με κρέας και λαχανικά από τις Δυτικές Ινδίες

noun (stew flavored with cassareep)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κόκκινο

noun (shade of red)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κόκκινος

adjective (pepper red in color)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σάλτσα πιπεριού

noun (sauce made with peppercorns)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Steak with pepper sauce was his favourite meal.

πιπεριέρα

noun (container that dispenses pepper)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μου δίνεις το πιπέρι, σε παρακαλώ;

σπρέι πιπεριού

noun (irritant used in aerosol weapon)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
She always carries a pepper spray in her bag when she goes out alone at night.

με επικάλυψη πιπεριού

adjective (coated with ground pepper) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόκκινη πιπεριά

noun (vegetable: capsicum)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Technically speaking, red peppers are actually fruits, not vegetables. My wife says I use too much red pepper when I make chili.
Από τεχνική απόψεως η κόκκινη πιπεριά είναι φρούτο και όχι λαχανικό.

γκρίζος, ψαρός

adjective (figurative (hair colour: grey and white)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was about fifty and had salt and pepper hair.

αλατιέρα και πιπεριέρα

plural noun (seasoning dispensers) (δοχεία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νεροπιπεριά

noun (spice plant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λευκό πιπέρι

(condiment)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pepper στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pepper

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.