Τι σημαίνει το per στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης per στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του per στο Αγγλικά.

Η λέξη per στο Αγγλικά σημαίνει ανά, κατά, σύμφωνα με, όπως ζητήθηκε, EPS, πενήντα τοις εκατό, πενήντα τα εκατό, πενήντα τοις εκατό, πενήντα τα εκατό, εκατό τοις εκατό, εντελώς, απολύτως, κατά κεφαλήν εισόδημα, χιλιόμετρα ανά ώρα, χιλιόμετρα ανά ώρα, μίλι ανά ώρα, πληρωμή ανά επίσκεψη, με πληρωμή ανά επίσκεψη, pay per view, τοις εκατό, ετησίως, κατά κεφαλήν, κατά κεφαλήν, την ημέρα, ημερησίως, κατά κεφάλη, τοις χιλίοις, καθαυτού, καθαυτό, εβδομαδιαίως, τοις εκατό, τοις εκατό, στροφές ανά λεπτό, στροφές ανά λεπτό, είκοσι πέντε τοις εκατό, τέταρτο, είκοσι πέντε τοις εκατό, τέταρτο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης per

ανά, κατά

preposition (for each)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Parking costs 60p per hour. There were enough biscuits for one per child.
Η στάθμευση κοστίζει 60 πένες την ώρα.

σύμφωνα με

preposition (in accordance with)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
As per your request, I have included the necessary information in this memo.
Σύμφωνα με το αίτημά σας έχω συμπεριλάβει τις απαραίτητες πληροφορίες σε αυτό το υπόμνημα.

όπως ζητήθηκε

adverb (in accordance with a request)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

EPS

noun (initialism (finance: earnings per share)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πενήντα τοις εκατό, πενήντα τα εκατό

noun (half)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fifty percent of people in this troubled country are living below the poverty line.
Το πενήντα τοις εκατό του πληθυσμού αυτής της ταραγμένης χώρας ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.

πενήντα τοις εκατό, πενήντα τα εκατό

adverb (half)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prices have gone up fifty percent in the last two years.
Οι τιμές έχουν ανέβει κατά πενήντα τοις εκατό τα τελευταία δύο χρόνια.

εκατό τοις εκατό

noun (total)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εντελώς, απολύτως

adverb (totally, fully)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He was one hundred percent committed to the new project.

κατά κεφαλήν εισόδημα

noun (earnings per person)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Norway has the highest income per capita in the world.

χιλιόμετρα ανά ώρα

noun (usually plural (speed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χιλιόμετρα ανά ώρα

noun (invariable, written, abbreviation (kilometer per hour)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μίλι ανά ώρα

noun (usually plural (speed) (συνήθως πληθυντικός: μίλια)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The speed limit on British motorways is seventy miles per hour. The police stopped me for going twenty miles per hour over the speed limit.
Το όριο ταχύτητας στους Βρετανικούς αυτοκινητόδρομους είναι εβδομήντα μίλια ανά ώρα. Η αστυνομία με σταμάτησε γιατί πήγαινα με είκοσι μίλια ανά ώρα παραπάνω από το όριο ταχύτητας.

πληρωμή ανά επίσκεψη

noun (Internet: business model)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

με πληρωμή ανά επίσκεψη

noun as adjective (relating to this Internet business model)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

pay per view

adjective (TV)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

τοις εκατό

noun (abbreviation (per cent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ετησίως

adverb (Latin (each year)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I pay ten pounds every month, which adds up to one hundred and twenty pounds per annum.

κατά κεφαλήν

adverb (Latin (per person)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In the United States, the annual income per capita is $30,000.
Στις ΗΠΑ το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα είναι 30.000 δολάρια.

κατά κεφαλήν

adjective (for each person)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The per capita coffee consumption is highest in the Scandinavian countries.

την ημέρα, ημερησίως

adverb (daily, each day)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Your allotted per diem is $35, if you use anything more, it is out of your pocket.

κατά κεφάλη

adverb (per person)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When we added up the bill it worked out at ten euro per head.

τοις χιλίοις

adverb (out of one thousand)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

καθαυτού, καθαυτό

(Latin (in itself, intrinsically)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This is not the greatest job in the world per se, but it has plenty of perks.

εβδομαδιαίως

adverb (rate: each week)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τοις εκατό

noun (100th part)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Interest rates went up by one half of a percent yesterday.
Τα επιτόκια ανέβηκαν κατά μισό τοις εκατό χτες.

τοις εκατό

adverb (out of 100)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Only 40 per cent of voters went to the polls.
Μόνο 40 τοις εκατό των ψηφοφόρων πήγε στις κάλπες.

στροφές ανά λεπτό

noun (usually plural (speed: spins in 60 seconds) (κινητήρας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στροφές ανά λεπτό

noun (invariable, usually plural, abbreviation (revolution per minute) (συνήθως πληθυντικός)

είκοσι πέντε τοις εκατό, τέταρτο

noun (a quarter)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Twenty-five percent is a quarter of one hundred.

είκοσι πέντε τοις εκατό, τέταρτο

adverb (a quarter: of [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του per στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του per

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.