Τι σημαίνει το perdido στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης perdido στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του perdido στο πορτογαλικά.

Η λέξη perdido στο πορτογαλικά σημαίνει χαμένος, άσχετος, χαμένος, χάνομαι, αναπάντητος, έχω εξαφανιστεί από κπ/κτ, χάνομαι, μείον, χάνομαι, χαμένος, στερημένος, που έχει χαθεί, χαμένος, αδέσποτος, χαμένος, αδέσποτο, μπερδεμένος, σαστισμένος, αδέσποτος, κενός, άδειος, χωρίς φιλοδοξίες, χαμένος, ερωτοχτυπημένος, χαμένο στη μετάφραση, χάνομαι από προσώπου γης, εξαφανίζομαι από προσώπου γης, χαμένος, χαμένος στις σκέψεις του, καταδικασμένος, ξοφλημένος, ελλείπων κρίκος, αναπληρώνω το χαμένο χρόνο, χάνω τα λόγια μου, διαγράφω, αφηρημένος, καμένο χαρτί, αναπληρώνω τον χαμένο χρόνο, θεωρώ κτ ως κτ και το διαγράφω, αποκλείω, χάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης perdido

χαμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ela finalmente encontrou as chaves perdidas.
Βρήκε επιτέλους τα χαμένα κλειδιά της.

άσχετος

(figurado, informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

χάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Minha bússola não está funcionando. Eu estou completamente perdido.
Η πυξίδα μου δε δουλεύει. Έχω χαθεί εντελώς.

αναπάντητος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έχω εξαφανιστεί από κπ/κτ

adjetivo (além de alcance) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ήταν παλιά αφοσιωμένη χριστιανή, αλλά τώρα έχει εξαφανιστεί από την εκκλησία.

χάνομαι

adjetivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se você cancelar sua reserva após essa data, seu depósito será perdido.

μείον

adjetivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu tenho trezentos dólares perdidos.
Έχω μπει μέσα τρακόσια δολάρια.

χάνομαι

adjetivo (morto) (μεταφορικά, ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Muitos homens jovens foram perdidos na Grande Guerra.
Πολλοί νέοι άντρες χάθηκαν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

χαμένος

(condenado) (λόγιος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
O inferno deve estar cheio de almas perdidas.
Μην τον εμπιστεύεσαι. Είναι χαμένο κορμί.

στερημένος

(figurativo)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Shelly ficou perdida depois que seus pais morreram.

που έχει χαθεί

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu estou tentando encontrar minhas chaves perdidas.
Προσπαθώ να βρω τα χαμένα κλειδιά.

χαμένος

adjetivo (confuso) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Você parece perdido. Lembre-se de ler a página um primeiro.
Φαίνεσαι χαμένος. Φρόντισε να διαβάσεις πρώτα την αρχική σελίδα.

αδέσποτος

(animal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Adam deu ao gato perdido um pouco de leite.
Ο Άνταμ έδωσε στην αδέσποτη γάτα λίγο γάλα.

χαμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Tomar chá e conversar estão se tornando uma arte ultrapassada.
Η κουβεντούλα με ένα φλιτζάνι τσάι είναι μια χαμένη συνήθεια.

αδέσποτο

substantivo masculino (animal)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Julgando pela sua aparência doente, o cachorro era definitivamente abandonado.
Κρίνοντας από την κακή εμφάνισή του, ο σκύλος ήταν σίγουρα αδέσποτο.

μπερδεμένος, σαστισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
O estudante confuso tentou com todas as suas forças entender o problema de matemática.
Ο σαστισμένος (or: μπερδεμένος) μαθητής προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να καταλάβει το μαθηματικό πρόβλημα.

αδέσποτος

(BRA, deixado fora do lugar) (καθομιλουμένη, μτφ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jane pegou os brincados jogados, que seu bebê deixou espalhados pela sala, e os guardou na caixa.

κενός, άδειος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωρίς φιλοδοξίες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμένος

adjetivo (ficar absorvido) (μεταφορικά: σε κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ele estava absorto pelo livro.
Ήταν χαμένος στο βιβλίο του.

ερωτοχτυπημένος

locução adjetiva (pessoa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαμένο στη μετάφραση

(sentido traduzido de forma inadequada)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνομαι από προσώπου γης, εξαφανίζομαι από προσώπου γης

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαμένος

expressão

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

χαμένος στις σκέψεις του

expressão (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταδικασμένος, ξοφλημένος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελλείπων κρίκος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αναπληρώνω το χαμένο χρόνο

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνω τα λόγια μου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαγράφω

(informal) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos ter que dar como perdido o armazém que foi destruído pelo incêndio.
Πρέπει να ξεχάσουμε την αποθήκη πού κάηκε.

αφηρημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

καμένο χαρτί

(μεταφορικά: δεν έχει ελπίδα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναπληρώνω τον χαμένο χρόνο

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Για να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο, ο Ίαν αναγκάστηκε να δουλέψει και κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού γεύματος.

θεωρώ κτ ως κτ και το διαγράφω

(informal) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se alguém lhe deve dinheiro e não paga, você pode cancelar a dívida e dar como perdido para a sua empresa.
Εάν κάποιος σου χρωστάει χρήματα και δεν στα δίνει μπορείς να διαγράψεις το χρέος και να το θεωρήσεις ζημιά για την επιχείρηση σου.

αποκλείω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu não apostaria contra ele ganhar a promoção.

χάνω

expressão verbal (não fazer-se entender) (μτφ, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você está me deixando perdido. Pode repetir mais devagar?
Με έχασες. Μπορείς να το πεις άλλη μια φορά πιο αργά;

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του perdido στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.