Τι σημαίνει το perte στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης perte στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του perte στο Γαλλικά.

Η λέξη perte στο Γαλλικά σημαίνει απώλεια, ζημιά, ζημία, απώλεια, απώλεια, απώλεια, χάσιμο, Βατερλώ, απώλεια, στέρηση, εκροή, στιγμιαία απόσπαση, στιγμιαία διάσπαση, μείον, υγρό που απομένει, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, καταστροφή, αποτυχία, φύρα, απώλεια, σπατάλη, διαρροή, αποβολή, χάνω τον ενθουσιασμό μου για κτ, σκοτοδίνη, που φθίνει, που μικραίνει, που ελαττώνεται, με ζημία, άσκοπα, μάταια, κράχτης, απώλεια, κατάσχεση, απώλεια αισθήσεων, άδικος κόπος, απώλεια ακοής, απώλεια συγκέντρωσης, απώλεια ακοής, θάνατος, απώλεια μνήμης, κοινωνικός ξεπεσμός, απώλεια λόγου, χάσιμο χρόνου, αδυνάτισμα, απώλεια αίματος, κίνδυνος απώλειας πελάτη, κίνδυνος υπερβολικής κερδοσκοπίας, απώλεια συνείδησης, απώλεια αισθήσεων, ακύρωση εγγύησης, ζημία μετατροπής συναλλάγματος, απώλεια απόδοσης, χάσιμο χρόνου, θάνατος λόγω ψύχους, απώλεια της παιδικής αθωότητας, χρονοβόρος, καθορίζω τη επιτυχία ή την αποτυχία, πηγαίνω πρόσω ολοταχώς για τον γκρεμό, υποφέρω από απώλεια, κουρασμένος, συνολική απώλεια, βιασμός, απώλεια πολέμου, απώλεια σοδειάς, σπατάλη χρόνου, πέσιμο, χάνω τη δυναμική μου, πενθώ για κτ, θρηνώ για κτ, πτώση, μείωση, ανοιχτός, άσκοπα, μάταια, αλλαγή κατοχής, αιματηρή βλέννη, χαμένη πελατεία, καταστρέφω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης perte

απώλεια

(totale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sa perte d'audition nuisait énormément à son efficacité au travail.
Η απώλεια ακοής μείωσε την ικανότητά του να εργαστεί.

ζημιά, ζημία

nom féminin (financière)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La perte était estimée à plus de trois millions de dollars.
Η χασούρα ήταν πάνω από τρία εκατομμύρια δολάρια.

απώλεια

nom féminin (deuil)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο γιος της Σόνια πέθανε πρόσφατα. Ήταν τεράστια απώλεια για όλη την οικογένεια.

απώλεια

nom féminin (assurance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Certaines assurances couvrent la perte d'habitation.
Μερικά ασφαλιστικά προγράμματα καλύπτουν την απώλεια χρήσης ιδιοκτησίας.

απώλεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le tremblement de terre a engendré la perte de nombreuses vies humaines.
Η απώλεια ζωών από τον σεισμό ήταν τεράστια.

χάσιμο

nom féminin (d'un objet) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La perte de son téléphone constituait un problème majeur.
Το χάσιμο (or: Η απώλεια) του τηλεφώνου του τον δυσκόλεψε αρκετά.

Βατερλώ

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

απώλεια, στέρηση

nom féminin (Droit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La perte par confiscation de ses terres ruina l'aristocrate.

εκροή

nom féminin (Médecine) (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle souffrait de pertes de sang.

στιγμιαία απόσπαση, στιγμιαία διάσπαση

Une perte d'attention au volant peut avoir des conséquences tragiques.

μείον

nom féminin (καθομιλουμένη)

Perdre son emploi était une grande perte pour Seth.

υγρό που απομένει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταστροφή

nom féminin (d'une personne)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καταστροφή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Une mauvaise gestion du budget a conduit la société à sa perte.
Η κακή οικονομική διαχείριση οδήγησε στην καταστροφή της επιχείρησης.

καταστροφή

nom féminin (cause de destruction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les drogues la menèrent à sa perte.
Τα ναρκωτικά ήταν η καταστροφή της.

καταστροφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αποτυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le plan était voué à l'échec depuis le début.
Το σχέδιο ήταν μια αποτυχία από την αρχή.

φύρα, απώλεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σπατάλη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le consultant fut appelé pour réduire le gaspillage.
Ο σύμβουλος κλήθηκε για να μειωθεί η σπατάλη κατά τη διαδικασία.

διαρροή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La compagnie pétrolière a dû envoyer une équipe pour réparer une fuite majeure dans un pipeline.
Η πετρελαϊκή εταιρεία χρειάστηκε να στείλει μια ομάδα για να αντιμετωπίσει μια μεγάλη διαρροή σε έναν αγωγό.

αποβολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mue aide la peau à rester douce.

χάνω τον ενθουσιασμό μου για κτ

(figuré) (εγώ ο ίδιος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le projet avait bien démarré mais il s'est épuisé et a été abandonné. Amanda a travaillé dur pendant des mois mais maintenant elle commence à s'épuiser.

σκοτοδίνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sam a été pris d'un évanouissement quand sa tension artérielle a chuté d'un coup.

που φθίνει, που μικραίνει, που ελαττώνεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με ζημία

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ils doivent vendre ceux-ci à perte parce que les prix sont vraiment bas.

άσκοπα, μάταια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κράχτης

nom masculin (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Certaines société préfèrent proposer des articles vendus à perte afin d'attirer des clients qui achèteront ensuite des articles plus chers.
Μερικές εταιρείες πουλούν φθηνά κάποιο προϊόν ως «κράχτη», για να προσκαλέσουν τον κόσμο στο κατάστημα και να τον κάνουν να αγοράσει πιο ακριβά προϊόντα.

απώλεια

nom féminin (λόγω θανάτου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le magasin sera fermé une semaine en raison d'une perte dans la famille.

κατάσχεση

(d'un bien)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le non-remboursement de ses dettes a conduit à la perte de toutes les possessions de M. Clark.

απώλεια αισθήσεων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

άδικος κόπος

(χρήση ως επίθετο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

απώλεια ακοής

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απώλεια συγκέντρωσης

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απώλεια ακοής

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θάνατος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

απώλεια μνήμης

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Le choc qu'il a subi dans l'accident a entraîné une perte de mémoire totale. La perte de mémoire peut être temporaire ou définitive.
Το χτύπημα που υπέστη στο ατύχημα του προκάλεσε ολική απώλεια μνήμης. Η απώλεια μνήμης μπορεί να είναι προσωρινή ή μόνιμη.

κοινωνικός ξεπεσμός

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le plus dur pour lui n'a pas été la perte de sa fortune, mais bien la perte de son statut social en résultant.

απώλεια λόγου

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Après avoir été témoin de l'horrible meurtre, il a temporairement perdu l'usage de la parole.

χάσιμο χρόνου

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'est une perte de temps d'essayer de la convaincre.
Είναι χάσιμο χρόνου να προσπαθήσεις να την πείσεις.

αδυνάτισμα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sa perte de poids soudaine inquiétait ses proches.

απώλεια αίματος

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les médecins évaluent la perte de sang due à l'hémorragie à plus de 500 ml.

κίνδυνος απώλειας πελάτη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κίνδυνος υπερβολικής κερδοσκοπίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απώλεια συνείδησης, απώλεια αισθήσεων

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακύρωση εγγύησης

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζημία μετατροπής συναλλάγματος

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απώλεια απόδοσης

nom féminin (χρηματοοικονομικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χάσιμο χρόνου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θάνατος λόγω ψύχους

(Can : plante)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

απώλεια της παιδικής αθωότητας

nom féminin (grandir)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χρονοβόρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθορίζω τη επιτυχία ή την αποτυχία

(une carrière,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les articles de ce critique peuvent faire ou défaire la réputation d'un nouveau restaurant.

πηγαίνω πρόσω ολοταχώς για τον γκρεμό

(figuré, familier) (μεταφορικά)

La sœur de Darryl lui a dit qu'il allait droit dans le mur quand il est tombé amoureux de la mère de son ami.

υποφέρω από απώλεια

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κουρασμένος

(personne)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

συνολική απώλεια

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cette situation cause à l'entreprise une perte sèche non négligeable.

βιασμός

nom féminin (απώλεια παρθενίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

απώλεια πολέμου

nom féminin (surtout au pluriel)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

απώλεια σοδειάς

nom féminin (γεωργία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σπατάλη χρόνου

(personne, chose)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πέσιμο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χάνω τη δυναμική μου

(figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πενθώ για κτ, θρηνώ για κτ

πτώση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Suite à son évanouissement (or: malaise) dans une allée marchande bondée, les passants ont accouru pour lui venir en aide.
Περαστικοί έσπευσαν να τη βοηθήσουν μετά την πτώση της σε μια πολυσύχναστη εμπορική οδό.

μείωση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανοιχτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ma maison se situe en pleine zone rurale. Il n'y a rien d'autre à voir que la campagne à perte de vue sur des kilomètres.

άσκοπα, μάταια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αλλαγή κατοχής

nom féminin (Sports) (της μπάλας)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αιματηρή βλέννη

nom féminin (Accouchement)

La perte du bouchon muqueux signifie que l'accouchement a commencé.

χαμένη πελατεία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La perte de clientèle a eu un effet négatif sur les résultats de cette année.

καταστρέφω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le ministre a fait une seul erreur stupide, mais elle a causé sa perte.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του perte στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του perte

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.