Τι σημαίνει το peine στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης peine στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του peine στο Γαλλικά.

Η λέξη peine στο Γαλλικά σημαίνει πληγωμένος, πόνος, πόνος, θλίψη, λύπη, καημός, πόνος, φυλάκιση, κόπος, αναστάτωση, φυλάκιση, αναστάτωση, αυτό που μου αξίζει, καταπονημένος, -, προσπάθεια, θλίψη, θλίψη, λύπη, στεναχώρια, πόνος, δυστυχία, δοκιμασία, συμφορά, δοκιμασία, συμφορά, κόπος, λυπημένος, θλιμμένος, δοκιμασία, ταλαιπωρία, ταλαιπωρία, ποινή, χαλασμένος, καταδίκη, ανησυχητικός, ενοχλητικός, κοπιάζω, μοχθώ, καταρρακώνω, λυπάμαι, συμπονώ, αμυδρά, αχνά, θλίψη, λύπη, συντριβή, αδύναμα, άτονα, απαρατήρητος, αφανής, εξασθενημένος, αδύναμος, ελάχιστος, λίγος, λιγοστός, ημιαναλφάβητος, μόλις, άνετα, ξεκούραστα, εύκολα, με δυσκολία, αλλιώς πέθανες, κορίτσι που μόλις ενηλικιώθηκε, που μετά βίας καταλαβαίνεις τι λέει, δεν έχει νόημα, είναι ανούσιο, υπό την απειλή κυρώσεων, αξίζει τον κόπο, θανατική ποινή, υπονοούμενη απειλή, χαμένος, αδίκημα που τιμωρείται με θάνατο, θανατική ποινή, διάρκεια ποινής, διάρκεια φυλάκισης, καταδίκη σε θάνατο, ποινή εγκλεισμού, ποινή φυλάκισης, λίγο κάτω από, λίγο λιγότερο από, ίσα που τα φέρνω βόλτα, μόλις που τα φέρνω βόλτα, δεν αξίζει τον κόπο, κάνω μεγάλο κόπο, κάνω μεγάλο κόπο για να κάνω κτ, είμαι στη φυλακή, ανώδυνος, που αξίζει να τον δω, με πολλά λάθη, μόλις, που μετά βίας βγάζει νόημα, δεν έχει νόημα να κάνεις κτ, είναι ανούσιο να κάνεις κτ, αξίζει τον κόπο να κάνεις κτ, φυλάκιση, μπαίνω στον κόπο, κάνω τον κόπο, δυσκολεύομαι να κάνω κάτι, ζορίζομαι να κάνω κάτι, κάνω το καθήκον μου, εκπληρώνω το καθήκον μου, συμπάσχω, σκάρτος, πονάω να κάνω κτ, πληγώνομαι να κάνω κτ, συμπάσχω, λυπάμαι που κάνω κτ, χαμένος, αμέσως μόλις, θανατική ποινή, δεν ταράζω τα νερά, αξίζω την αναμονή, μπαίνω στον κόπο, κάνω τον κόπο, πονάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης peine

πληγωμένος

(psychologiquement) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'enfant blessé a éclaté en sanglots.
Το πληγωμένο παιδί ξέσπασε σε κλάματα.

πόνος

nom féminin (émotion)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La douleur dans ses yeux disait tout.
Ο πόνος στα μάτια του μαρτυρούσε τα πάντα.

πόνος

(mental) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nous avons eu beaucoup de peine à parvenir où nous sommes aujourd'hui.
Χρειάστηκε να χύσουμε πολλά δάκρυα για να φτάσουμε εδώ που είμαστε στη ζωή.

θλίψη, λύπη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καημός, πόνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La plus grande peine d'Emma était que son père était mort avant de la voir réaliser ses ambitions.

φυλάκιση

nom féminin (de prison)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le voleur a été condamné à une peine de quatre ans d'emprisonnement.

κόπος

nom féminin (en valoir)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Faire ses propres vêtements ne vaut pas la peine.
Το να φτιάχνεις τα δικά σου ρούχα δεν αξίζει τον κόπο.

αναστάτωση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sa peine engendrée par ses actions les amena à rompre.

φυλάκιση

nom féminin (de prison)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le juge l'a condamné à une peine de dix ans de prison.

αναστάτωση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les crises de nerf de sa fille faisaient toujours de la peine à Irene.

αυτό που μου αξίζει

nom féminin (négatif)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La souffrance fut la peine du criminel.

καταπονημένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

-

(Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Είναι τόσο ευαίσθητος που συχνά πληγώνονται τα αισθήματά του.

προσπάθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a fait l'effort de nettoyer la cuisine, mais elle n'était toujours pas très propre.

θλίψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Suite à l'incendie, la ville entière fut plongée dans le chagrin et la peine.
Μετά τη φωτιά ολόκληρη την πόλη την είχε συνεπάρει η θλίψη και η οδύνη.

θλίψη, λύπη, στεναχώρια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tim a été saisi de chagrin lorsque sa mère est décédée.

πόνος

(μεταφορικά, συναισθηματικός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Elle voyagea beaucoup après sa mort, pour essayer de guérir son chagrin.

δυστυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je n'avais jamais rencontré quelqu'un épris d'une telle tristesse.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η διάλυση του αρραβώνα ήταν κι η αρχή της δυστυχίας της.

δοκιμασία, συμφορά

(soutenu)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δοκιμασία, συμφορά

(soutenu)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κόπος

(donner du)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ce boulot me donne beaucoup de mal.
Αυτή η δουλειά παραείναι μεγάλος μπελάς.

λυπημένος, θλιμμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

δοκιμασία, ταλαιπωρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταλαιπωρία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ποινή

nom féminin (Droit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sans aveux, le prisonnier risquait une condamnation plus sévère.

χαλασμένος

adjectif (μεταφορικά, αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est vraiment triste que tu l'aies largué.
Είναι πραγματικά σπασμένος που τον παράτησες.

καταδίκη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανησυχητικός, ενοχλητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est bouleversant de voir des sans-abri mendier dans la rue.

κοπιάζω, μοχθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les travailleurs ont travaillé dur dans les champs toute la journée.
Οι εργάτες κόπιαζαν όλοι μέρα στα χωράφια.

καταρρακώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mort de son mari a bouleversé et vieilli Michelle.

λυπάμαι, συμπονώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je plains les gens qui ont fait tant d'efforts, mais n'ont pas gagné.
Λυπάμαι τους ανθρώπους που προσπάθησαν πολύ, αλλ' όμως δεν κέρδισαν.

αμυδρά, αχνά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

θλίψη, λύπη, συντριβή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αδύναμα, άτονα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
« Ne t'inquiète pas pour moi, ça ira », dit faiblement la vieille femme.

απαρατήρητος, αφανής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξασθενημένος, αδύναμος

adjectif (ήχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sa voix était à peine audible au téléphone.

ελάχιστος, λίγος, λιγοστός

locution adverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est 5 heures, on a à peine le temps de faire nos bagages si on veut avoir le train de 5h30 !

ημιαναλφάβητος

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μόλις

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ο Τιμ ήταν εξαιρετικός επιχειρηματίας. Ήταν με το ζόρι είκοσι χρονών όταν έβγαλε το πρώτο του εκατομμύριο.

άνετα, ξεκούραστα, εύκολα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'équipe de foot a vaincu ses adversaires sans effort.

με δυσκολία

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αλλιώς πέθανες

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κορίτσι που μόλις ενηλικιώθηκε

adjectif

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που μετά βίας καταλαβαίνεις τι λέει

locution adjectivale (individu)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν έχει νόημα, είναι ανούσιο

(να κάνει κάποιος κάτι)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Il est inutile de l'appeler, il ne peut plus t'entendre.

υπό την απειλή κυρώσεων

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αξίζει τον κόπο

(un peu familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θανατική ποινή

nom féminin (ποινή εκτέλεσης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπονοούμενη απειλή

nom féminin

χαμένος

nom féminin (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il erre comme une âme en peine.

αδίκημα που τιμωρείται με θάνατο

nom masculin (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θανατική ποινή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Certains pays n'ont pas la peine de mort parce qu'ils ne croient pas en la peine capitale.

διάρκεια ποινής

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il n'effectuera pas la totalité de la peine ; sa peine sera réduite pour bonne conduite.

διάρκεια φυλάκισης

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle purge une peine de prison de six mois pour avoir agressé le propriétaire de son appartement.

καταδίκη σε θάνατο

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le juge a condamné le meurtrier à la peine de mort.

ποινή εγκλεισμού

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ποινή φυλάκισης

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λίγο κάτω από, λίγο λιγότερο από

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le prix du pétrole est à peine en-dessous de 50 dollars le baril.

ίσα που τα φέρνω βόλτα, μόλις που τα φέρνω βόλτα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle gagne à peine de quoi vivre avec ses deux emplois à temps partiel.

δεν αξίζει τον κόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω μεγάλο κόπο

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je me suis donné beaucoup de mal pour préparer un dîner spécial.

κάνω μεγάλο κόπο για να κάνω κτ

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle s'est donné beaucoup de mal pour m'aider et je lui en suis vraiment reconnaissante.

είμαι στη φυλακή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jones a fait de la prison pour vol.

ανώδυνος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Voyager dans un autre pays est une manière aisée d'apprendre une langue.

που αξίζει να τον δω

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με πολλά λάθη

locution adjectivale (péjoratif : texte) (κείμενο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μόλις

locution adjectivale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
J'étais à peine assis que l'on frappa à la porte.
Ίσα που είχα καθίσει όταν χτύπησε η πόρτα.

που μετά βίας βγάζει νόημα

locution adjectivale (discours, argument)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν έχει νόημα να κάνεις κτ, είναι ανούσιο να κάνεις κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αξίζει τον κόπο να κάνεις κτ

(un peu familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ça vaut le coup de lire les critiques avant d'acheter un appareil photo.

φυλάκιση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le juge l'a condamné à une lourde peine d'emprisonnement.

μπαίνω στον κόπο, κάνω τον κόπο

locution verbale (faire un effort) (να κάνω κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il n'a pas pris la peine de répondre à mon e-mail.
Δεν μπήκε στον κόπο να απαντήσει στο email.

δυσκολεύομαι να κάνω κάτι, ζορίζομαι να κάνω κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je serais bien en peine de vous dire quelle est la capitale de l'Azerbaïdjan si vous me le demandiez.
Αν με ρωτήσεις ποια είναι η πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν θα ζοριστώ πολύ να σου απαντήσω.

κάνω το καθήκον μου, εκπληρώνω το καθήκον μου

locution verbale (figuré) (μεταφορικά, ειρωνικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Après avoir travaillé ici pendant 34 ans, j'ai décidé que j'ai purgé ma peine.

συμπάσχω

(με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκάρτος

locution adverbiale (avec une quantité) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ajoutez à peine 120 ml d'eau aux autres ingrédients.
Πρόσθεσε κάτι λιγότερο από ένα τέταρτο της πίντας νερό στα υπόλοιπα υλικά.

πονάω να κάνω κτ, πληγώνομαι να κάνω κτ

(faire de la peine)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cela me peine de te voir faire des choses aussi déplaisantes.
Με πονάει να σε βλέπω να γελοιοποιείσαι έτσι.

συμπάσχω

(με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai de la peine pour mes voisins car ils ont eu beaucoup de problèmes ces derniers temps.

λυπάμαι που κάνω κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je suis peiné de vous annoncer cette terrible nouvelle.
Λυπάμαι που πρέπει να σου πω αυτά τα φριχτά νέα.

χαμένος

adverbe (λόγιος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
On dit que l'Enfer est plein d'âmes en peine.
Μην τον εμπιστεύεσαι. Είναι χαμένο κορμί.

αμέσως μόλις

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
À peine Andy eut-il ouvert la fenêtre qu'il se mit à pleuvoir.
Με το που (or: αμέσως μόλις) άνοιξε ο Άντι το παράθυρο άρχισε να βρέχει.

θανατική ποινή

nom féminin

δεν ταράζω τα νερά

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αξίζω την αναμονή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπαίνω στον κόπο, κάνω τον κόπο

verbe pronominal (να κάνω κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle ne s'est même pas donné la peine de me dire ce qu'il s'était passé.

πονάω

(blesser) (προκαλώ πόνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Votre remarque me fait énormément de peine.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του peine στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του peine

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.