Τι σημαίνει το période στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης période στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του période στο Γαλλικά.
Η λέξη période στο Γαλλικά σημαίνει διάστημα, περίοδος, περίοδος, περίοδος, πρόταση, περίοδος, θητεία, εποχή, περίοδος, εποχή, διάστημα, φάση, χρονικό περιθώριο, εποχή, περίοδος, περίοδος, χρονική περίοδος, χρονική περίοδος, φάση, περίοδος, περίοδος περιφοράς, τα Χριστούγεννα, λιτότητα, μέσα σε, νηστεία των Χριστουγέννων για τις μη-Ορθόδοξες εκκλησίες, περίοδος μίσθωσης, ξηρασία, πότε, σε ποιά περίοδο/χρονική στιγμή, διακοπή, διετία, περίοδος μεταξύ ακαδημαϊκών εξαμήνων, λυκαυγές, τετραετία, δύσκολη φάση, εποχή του χρόνου, κακοτυχία, περίοδος επώασης, μεσοδιάστημα, λανθάνουσα περίοδος, σύντομο διάστημα,μικρή χρονική περίοδος, σταθερή περίοδος, απογευματινή βάρδια, θητεία, περίοδος βροχών, περίοδος διακοπών, εποχή των παγετώνων, χρονικό περιθώριο, εποχή ζευγαρώματος, Χριστούγεννα, υπόλοιπο κλεισίματος, αλιευτική περίοδος, χρόνος αδράνειας, σχετική περίοδος, αντίστοιχη περίοδος, διεύθυνση φοιτητικής στέγης, δύσκολη εποχή, δύσκολη περίοδος, δοκιμαστική περίοδος, περίοδος των Χριστουγέννων, απογευματινή βάρδια, λογιστική περίοδος, ξηρασία, περίοδος βλάστησης, διαδικασία από την οποία περνάνε οι φοιτητές για να ενταχθούν σε μια αδελφότητα, το διάστημα μέχρι κτ, ακαδημαϊκό έτος, οι παλιές μέρες, δύσκολοι καιροί, για την περίοδο από ... μέχρι, περνάω δυσκολίες, αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίες, περνάω δύσκολη περίοδο, εκτός ωρών αιχμής, δοκιμαστική περίοδος, δόκιμος, δόκιμη, δυσκολία, πορεία, εξέλιξη, εκκόλαψη, περίοδος εκκόλαψης, προεφοδιασμός, εποχή αδράνειας, θητεία, κλασική μουσική, κακή στιγμή, του ακαδημαϊκού έτους, καλές εποχές, δύσκολη εποχή, άσχημη εποχή, δουλεύω δοκιμαστικά, κρίσιμη περίοδος, εποχή αλλαγής τριχώματος, περίοδος πριν, περίοδος πριν, πείνας, αιχμής, σκοτεινή περίοδος, σκοτεινή σελίδα, μετάθεση, διάστημα, πασχαλινή περίοδος, περίοδος χρέωσης, περίοδος τιμολόγησης, έλλειψη, συσσωρεύω στην αρχή της περιόδου, δίνω έμφαση στην αρχή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης période
διάστημαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Abby prévoit d'être en vacances pour une courte période. Η Άμπι σχεδιάζει να λείψει σε διακοπές για μικρό διάστημα. |
περίοδοςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La révolution industrielle a été une période difficile de l'histoire. Η Βιομηχανική Επανάσταση ήταν μια δύσκολη περίοδος της ιστορίας. |
περίοδοςnom féminin (Sports) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le match de hockey a basculé dans la troisième période. |
περίοδος(Physique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le tableau périodique des éléments est composé de 9 périodes horizontales. |
πρότασηnom féminin (Stylistique, technique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les périodes sont de longues phrases qui ne sont pas grammatiquement complètes jusqu'à ce qu'elles finissent. |
περίοδοςnom féminin (Musique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les périodes durent habituellement huit mesures. |
θητεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a été dans l'armée pour une période de deux ans. Υπηρέτησε μια διετή θητεία στον στρατό. |
εποχή, περίοδοςnom féminin (époque) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ces peintures sont de période plus récente. Οι πίνακες αυτοί ανήκουν σε μεταγενέστερη εποχή (or: περίοδο). |
εποχήnom féminin (saison) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) As-tu déjà visité la Normandie à la période de floraison des pommiers ? Έχεις επισκεφτεί ποτέ τη Νορμανδία την εποχή που ανθίζουν οι μηλιές; |
διάστημαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φάσηnom féminin (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La dernière période de beuverie d'Ernie a fait beaucoup de tort à sa famille. |
χρονικό περιθώριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εποχή, περίοδοςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les années soixante furent une période intéressante en Amérique. |
περίοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a un délai de trente jours pour effectuer les paiements. Υπάρχει προθεσμία 30 ημερών για να κάνουμε πληρωμές. |
χρονική περίοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χρονική περίοδοςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'auteur établit toujours ses histoires dans des époques (or: périodes) différentes. |
φάσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ne t'en fais pas pour les crises d'Amber ; elle traverse une phase (or: période) difficile. Μη δίνεις σημασία στις εκρήξεις οργής της Άμπερ. Είναι απλά μια φάση που περνά. |
περίοδοςnom féminin (Astronomie : rotation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La période de révolution du soleil est d'environ 25 jours près de l'Équateur et d'environ 38 jours près des pôles. |
περίοδος περιφοράςnom féminin (Astronomie : orbite) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Certaines comètes ont des périodes de révolution de plus de 20 000 ans. |
τα Χριστούγεννα(όλη η περίοδος) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) À Noël, j'aime conduire en ville pour voir les illuminations. Την περίοδο των Χριστουγέννων, λατρεύω να κάνω βόλτα με το αυτοκίνητο στη πόλη και να βλέπω τα φωτάκια. |
λιτότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μέσα σε
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Nous avons énormément dépensé pour la voiture pendant l'année. Ξοδέψαμε ένα υπέρογκο ποσό για το αμάξι μέσα σε ένα χρόνο. |
νηστεία των Χριστουγέννων για τις μη-Ορθόδοξες εκκλησίες
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Le 1er décembre est le premier jour de l'Avent. Η πρώτη Δεκεμβρίου είναι η πρώτη μέρα της νηστείας των Χριστουγέννων. |
περίοδος μίσθωσης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Το συγκεκριμένο διαμέρισμα διατίθεται για περίοδο μίσθωσης ενός έτους. |
ξηρασία(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je n'ai pas eu beaucoup de travail ce mois-ci, j'ai bien peur de traverser une phase de pénurie. |
πότε, σε ποιά περίοδο/χρονική στιγμήlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διακοπή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'une des machines est tombée en panne, ce qui a occasionné un temps d'arrêt de plusieurs heures le temps de la réparer. Χάλασε ένα από τα μηχανήματα του εργοστασίου, με αποτέλεσμα να υπάρξει διακοπή αρκετών ωρών ενώ προσπαθούσαν να το επισκευάσουν οι τεχνικοί συντήρησης. |
διετία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
περίοδος μεταξύ ακαδημαϊκών εξαμήνωνnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λυκαυγέςnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τετραετία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δύσκολη φάσηnom féminin Elle travers une période difficile en ce moment. |
εποχή του χρόνουnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il fait très froid pour cette période de l'année. |
κακοτυχίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
περίοδος επώασηςnom féminin (ασθένειες) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La période d'incubation de la varicelle est de 10 à 20 jours. |
μεσοδιάστημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λανθάνουσα περίοδοςnom féminin Pour cette affection particulière, la période d'incubation est très courte avant l'apparition des premiers symptômes. |
σύντομο διάστημα,μικρή χρονική περίοδοςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σταθερή περίοδος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απογευματινή βάρδια(travail, équivalent) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Chez nous, la période de travail du soir couvre la tranche de 15 heures à minuit. |
θητείαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Durant sa dernière période de service, le soldat a été blessé au combat. |
περίοδος βροχώνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
περίοδος διακοπώνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Beaucoup de gens se sentent plus généreux pendant la période des fêtes. |
εποχή των παγετώνωνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les mammouths vivaient à la fin de l'ère glaciaire. Une nouvelle période glaciaire devrait survenir dans près de 1000 ans. Τα μαμούθ έζησαν κοντά στο τέλος της εποχής των παγετώνων. Ακόμη μία εποχή των παγετώνων πρόκειται να αρχίσει μέσα στα επόμενα 1000 χρόνια περίπου. |
χρονικό περιθώριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εποχή ζευγαρώματος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Χριστούγεννα(η περίοδος των χριστουγεννιάτικων αργιών) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Je rentre chez moi pour la période de Noël. Θα πάω στην πατρίδα μου τα Χριστούγεννα. |
υπόλοιπο κλεισίματοςnom masculin (τραπεζικού λογαριασμού) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αλιευτική περίοδοςnom féminin |
χρόνος αδράνειαςnom féminin (Informatique) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σχετική περίοδος, αντίστοιχη περίοδοςnom féminin |
διεύθυνση φοιτητικής στέγης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δύσκολη εποχή, δύσκολη περίοδοςnom féminin |
δοκιμαστική περίοδοςnom féminin |
περίοδος των Χριστουγέννων
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
απογευματινή βάρδια(travail, équivalent) (ανάλογα με την ώρα) |
λογιστική περίοδος
|
ξηρασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
περίοδος βλάστησηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διαδικασία από την οποία περνάνε οι φοιτητές για να ενταχθούν σε μια αδελφότητα(Universités américaines) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
το διάστημα μέχρι κτnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακαδημαϊκό έτος
|
οι παλιές μέρες
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
δύσκολοι καιροί
|
για την περίοδο από ... μέχρι
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
περνάω δυσκολίες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sois gentil avec elle : elle vit (or: traverse) une période difficile en ce moment. |
αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περνάω δύσκολη περίοδοlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pippa a beaucoup de problèmes en ce moment : elle traverse une période difficile. |
εκτός ωρών αιχμής(στη διάρκεια μίας ημέρας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si vous voyagez en période creuse, vous pouvez économiser beaucoup d'argent sur les billets de train. |
δοκιμαστική περίοδοςnom féminin (Travail) Mon contrat inclut une période d'essai de trois mois. Το συμβόλαιό μου περιλαμβάνει μια τρίμηνη δοκιμαστική περίοδο. |
δόκιμος, δόκιμη
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
δυσκολία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πορεία, εξέλιξη(μέχρι κάτι, ως κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je regarderai la période précédant le grand match sur la chaîne de sport. |
εκκόλαψη, περίοδος εκκόλαψηςnom féminin (αυγά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En général, plus l'oiseau est petit, plus la période d'incubation des œufs est courte. |
προεφοδιασμόςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εποχή αδράνειαςnom féminin (Économie) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θητείαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a fait deux périodes dans le bureau d'Atlanta l'année dernière. Έκανε δυο θητείες στο γραφείο της Ατλάντα πέρσι. |
κλασική μουσικήnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Hayd, Mozart et Beethoven sont les compositeurs les plus connus de musique classique. |
κακή στιγμή
|
του ακαδημαϊκού έτους(adresse,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλές εποχέςnom féminin Il n'y a pas de bonne période pour l'industrie musicale. |
δύσκολη εποχή, άσχημη εποχή(συχνά πληθυντικός) C'est une période difficile pour ceux qui veulent démarrer une affaire. |
δουλεύω δοκιμαστικάlocution verbale (Travail) |
κρίσιμη περίοδος
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εποχή αλλαγής τριχώματοςnom féminin (ζώο) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
περίοδος πρινnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les restaurants font une grande partie de leur chiffre d'affaires annuel dans la période qui précède les fêtes de fin d'année. Τα εστιατόρια βγάζουν το μεγαλύτερο μέρος από τα ετήσια κέρδη τους την περίοδο πριν τα Χριστούγεννα. |
περίοδος πρινnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les athlètes doivent faire attention à leur alimentation pendant la période préparatoire des Jeux olympiques. |
πείνας(σε γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Durant les années de la guerre, la nourriture était rare. |
αιχμής(σε γενική) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Le prix de l'essence augmente généralement en période de pointe. |
σκοτεινή περίοδος, σκοτεινή σελίδαnom féminin (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La guerre de Sécession fut la période la plus sombre de l'histoire des États-Unis. Ο Εμφύλιος Πόλεμος ήταν μια σκοτεινή περίοδος (or: μια σκοτεινή σελίδα) στην Αμερικάνικη ιστορία. |
μετάθεσηverbe transitif (Militaire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a déjà fait deux périodes de service en Iraq. |
διάστημαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Parfois, il y avait de courtes périodes où Peter ne pensait plus du tout à Amanda. |
πασχαλινή περίοδοςnom féminin |
περίοδος χρέωσης, περίοδος τιμολόγησης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
έλλειψη(Commerce) (προϊόντων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συσσωρεύω στην αρχή της περιόδουlocution verbale (Finance : des frais,...) (κόστος, δαπάνες) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω έμφαση στην αρχήlocution verbale (des efforts,...) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του période στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του période
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.