Τι σημαίνει το pesar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pesar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pesar στο ισπανικά.

Η λέξη pesar στο ισπανικά σημαίνει ζυγίζω, ζυγίζω, ζυγίζω, βαραίνω, βαραίνω, ζυγίζω, βαρύνω, δοκιμασία, συμφορά, καθυστερώ, μελαγχολία, αν και, μολονότι, παρόλο που, αν και, ωστόσο, παρά, παρ' όλα αυτά, αν και, ανεξάρτητα από, άσχετα από, παρά τις αντιξοότητες, παρ' όλα αυτά, παρά, παρόλο, παρόλα αυτά, παρόλο που, αν και, εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο, παρόλο, βαριά καρδιά, παρά, παρά, παρά, άσχετα, ασχέτως, παρά, ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, νικώ, υπερνικώ, μετράω εις βάρος, υπερέχω, ξαναζυγίζω, σχετίζομαι με, συνδέομαι με, επιβαρύνω, βαραίνω, παρόλα αυτά, παρ' όλα αυτά, παρόλο, όσο κι αν, ζυγιστής, παρά, παρά το ότι, παρά το γεγονός ότι, ενώ, στο αποκορύφωμα, παρόλο, παρά, υπερέχω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pesar

ζυγίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam pesó la harina para el pan.
Ο Άνταμ ζύγισε το αλεύρι για το ψωμί.

ζυγίζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estas manzanas pesan casi medio kilo.
Αυτά τα μήλα ζυγίζουν σχεδόν μία λίβρα.

ζυγίζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark pesa menos que Rick.
Ο Μαρκ είναι λιγότερα κιλά από τον Ρικ.

βαραίνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El testimonio del testigo pesó mucho entre el jurado.

βαραίνω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los problemas de trabajo pesaban en la mente de Jessica.

ζυγίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βαρύνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El gasto militar pesa mucho en época de elecciones.

δοκιμασία, συμφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καθυστερώ

(figurado) (χρονικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El trabajo me está enredado últimamente.

μελαγχολία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αν και, μολονότι

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
La veo constantemente, aunque nunca hablo con ella.
Τη βλέπω διαρκώς. Ωστόσο, ποτέ δεν της μιλάω.

παρόλο που

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Decidí caminar hasta la biblioteca aunque estaba lloviendo.
Παρόλο που έβρεχε, αποφάσισα να πάω στη βιβλιοθήκη με τα πόδια.

αν και

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aunque estaba cansado seguí trabajando hasta que salió el sol.
Αν και ήμουν κουρασμένος, συνέχισα να δουλεύω μέχρι την αναταολή του ήλιου.

ωστόσο

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

παρά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Con todos sus problemas, sigue siendo optimista.

παρ' όλα αυτά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hará lo que quiera a pesar de todo.
Θα κάνει αυτό που θέλει παρ' όλα αυτά.

αν και

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανεξάρτητα από, άσχετα από

παρά τις αντιξοότητες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A pesar de las adversidades, la pareja estaba decidida a casarse.

παρ' όλα αυτά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tomás tenía una leve lesión en la pierna, pero a pesar de eso, logró ganar la carrera.

παρά, παρόλο

locución conjuntiva

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Él era un sinvergüenza y un holgazán pero a pesar de eso ella lo amaba.

παρόλα αυτά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Liam tiene una condición cardíaca. A pesar de eso, es un niño muy activo.

παρόλο που, αν και

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A pesar de que había revisado mucho, Billy no pudo contestar ni una pregunta del examen.

εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Max prometió cambiar pero de todas formas decidí terminar la relación.
Ο Μαξ υποσχέθηκε να αλλάξει. Παρ' όλα αυτά αποφάσισα να τερματίσω τη σχέση μας.

παρόλο

locución adverbial

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A pesar de todos sus problemas, Mary persistió en sus estudios.
Παρά τα προβλήματά της, η Μαίρη συνέχισε τις σπουδές της.

βαριά καρδιά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tenía un gran pesar al pasar al podio a recitar la oración panegírica para su mejor amigo.

παρά

locución preposicional

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
A pesar de todo mi trabajo, reprobé el examen.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Με εκμεταλλεύτηκε, παρόλο που εγώ ήμουν πολύ υπομονετική μαζί της.

παρά

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
A pesar de la nueva ley de salud, Peter no compró seguro médico porque no creía que iba a enfermarse.
Παρά τον νέο νόμο ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ο Πήτερ δεν αγόρασε ασφάλεια γιατί δεν πίστευε πως θα αρρώσταινε.

παρά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A pesar del comportamiento de Steven, lo amo.
Παρά τη συμπεριφορά του, ακόμα τον αγαπάω τον Στηβ.

άσχετα, ασχέτως, παρά, ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Siguió trabajando a pesar de su enfermedad.
Συνέχισε να δουλεύει παρά την ασθένειά του.

νικώ, υπερνικώ

expresión

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μετράω εις βάρος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sus antecedentes penales pesarán en su contra cuando empiece a buscar trabajo.
Το ποινικό μητρώο του θα μετρήσει εναντίον του όταν ξεκινήσει να κάνει αιτήσεις για δουλειά.

υπερέχω

(με γενική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Renuncia a tu trabajo si lo odias: tu felicidad pesa más que todo lo demás.
Παραιτήσου από τη δουλειά σου αν τη μισείς. Η ευτυχία σου είναι πιο σημαντική από οτιδήποτε άλλο.

ξαναζυγίζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σχετίζομαι με, συνδέομαι με

Su política financiera pesará sobre nuestra forma de actuar el próximo trimestre.

επιβαρύνω, βαραίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todas las compras que hice hoy me pesaban.

παρόλα αυτά, παρ' όλα αυτά

(formal)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Llovió todo el día. No obstante, Rachel salió sin abrigo.
Έβρεχε όλη τη μέρα. Ωστόσο, η Ρέιτσελ βγήκε έξω χωρίς παλτό.

παρόλο

locución conjuntiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A pesar de lo mal que la trató, ella sigue enamorada de él.

όσο κι αν

locución conjuntiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A pesar de lo mucho que aprecio a Jaime como amigo nunca tendría una cita con él.

ζυγιστής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παρά

locución conjuntiva

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
A pesar de sus bravuconadas, en realidad es un cobarde.

παρά το ότι, παρά το γεγονός ότι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A pesar de que un título en artes no le conseguiría un trabajo con un buen sueldo, Tom decidió que estudiar algo que lo apasionara era más importante que el dinero.
Παρά το γεγονός ότι ένα πτυχίο στις θεωρητικές επιστήμες ήταν απίθανο να του αποφέρει μια υψηλά αμειβόμενη εργασία, ο Τομ αποφάσισε πως το να σπουδάσει κάτι με το οποίο ήταν παθιασμένος ήταν πιο σημαντικό από τα χρήματα.

ενώ

A pesar de que estoy feliz porque ha venido a quedarse con nosotros, espero que no se termine toda la leche.
Αν και χαίρομαι που ήρθε να μείνει σε εμάς, εύχομαι να μην τελείωνε όλο το γάλα!

στο αποκορύφωμα

locución adverbial (dificultad, oposición o peligro)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρόλο

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
A pesar de toda la lata que da, es una buena esposa.

παρά

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

υπερέχω

(σε βάρος: με γενική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un SUV es más pesado que un deportivo.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pesar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του pesar

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.