Τι σημαίνει το pessoal στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pessoal στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pessoal στο πορτογαλικά.

Η λέξη pessoal στο πορτογαλικά σημαίνει προσωπικός, ατομικός, προσωπικό, ανθρώπινο δυναμικό, προσωπικός, ιδιωτικός, εργαζόμενος στα ΜΜΕ, προσωπικός, τμήμα προσωπικού, τμήμα ανθρώπινου δυναμικού, τμήμα ανθρώπινων πόρων, υπάλληλος του Λευκού Οίκου, παιδιά, προσωπικός, προσωπικός, ατομικός, ξεχωριστός, προσωπικός, ιδιωτικός, προσωπικός, προσωπικό, παιδιά, παιδιά, παρέα, υφιστάμενοι, αυτοάμυνα, προσωπικά, αυτοβελτίωσης, που δεν έχει αρκετό προσωπικό, ανεπαρκώς επανδρωμένος, που έχει έλλειψη προσωπικού, που έχει έλλειψη εργατικών χεριών, με πλεονάζων προσωπικό, με πλεονάζων προσωπικό, εκ πείρας, από εμπειρία, εκ πείρας, από εμπειρία, επάνδρωση, υπολογιστής, βαγόνι προσωπικού, υπάλληλος, υπέρμετρη στελέχωση, πλήρωμα, προσωπικό εδάφους, μάγειροι, προσωπικό κουζίνας εστιατορίου, προσωπική αντωνυμία, γραμματέας, κινητικότητα προσωπικού, προσωπική ανάπτυξη, προσωπική εξέλιξη, αξιολόγηση προσωπικού, πρόσληψη επιπλέον προσωπικού, αντωνυμία σε ονομαστική, υλική ατομική ιδιοκτησία, ενσώματη ατομική ιδιοκτησία, πλεονασμός προσωπικού, παίρνω κτ κατάκαρδα, έχω προσωπικό όφελος, αυτοπεραίωση, έχω προσωπικό όφελος, αυτοπεριγραφική έκθεση, αυτοβελτίωση, αυτοϊκανοποίηση, κτ έχει πλεονάζον προσωπικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pessoal

προσωπικός, ατομικός

adjetivo (individual) (που ανήκει σε ένα άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Você precisará dar seu endereço e outros dados pessoais.
Θα πρέπει να δώσετε τη διεύθυνσή σας και άλλα προσωπικά δεδομένα.

προσωπικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nossa equipe é composta por especialistas de diversas áreas.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πρέπει να στείλουμε ένα υπόμνημα σε όλο το προσωπικό για να τους ενημερώσουμε για τις αλλαγές μέσα στην εταιρεία.

ανθρώπινο δυναμικό

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προσωπικός, ιδιωτικός

adjetivo (privado) (μη δημόσιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta informação é pessoal. Por favor, não a repita para mais ninguém.
Αυτές είναι ιδιωτικές πληροφορίες. Σε παρακαλώ να μην τις επαναλάβεις σε κανένα.

εργαζόμενος στα ΜΜΕ

substantivo masculino (de uma organização de notícias)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσωπικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τμήμα προσωπικού, τμήμα ανθρώπινου δυναμικού, τμήμα ανθρώπινων πόρων

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Certifique-se de avisar o departamento pessoal da sua mudança de endereço, para que eles possam manter seus dados atualizados.
Βεβαιώσου πως θα ενημερώσεις το τμήμα προσωπικού για την αλλαγή στη διεύθυνσή σου ώστε να είναι επικαιροποιημένος ο φάκελός σου.

υπάλληλος του Λευκού Οίκου

substantivo masculino (membros da presidência) (ΗΠΑ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παιδιά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

προσωπικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσωπικός

adjetivo (gramática)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ατομικός, ξεχωριστός, προσωπικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cada funcionário tem um escaninho pessoal.

ιδιωτικός, προσωπικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Não lhe faça perguntas sobre sua vida pessoal (or: privada).
Μην του κάνεις ερωτήσεις για την ιδιωτική του ζωή.

προσωπικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A empresa está planejando contratar uma esquipe nova em breve. No total, quantos fazem parte da equipe da sua escola?

παιδιά

(Informal: homens e mulheres) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Gente, vocês querem ir para um show?
Παιδιά, θέλετε να πάμε σε μια συναυλία;

παιδιά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Eu estou saindo para tomar um drinque com os garotos.
Θα πάω για ποτό με τα παιδιά.

παρέα

(figurado, grupo social)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Depois do jantar, o tio Arthur divertiu a turma com outra de suas longas anedotas.
Μετά το δείπνο, ο θείο Άρθουρ διασκέδασε την παρέα με ακόμα ένα από τα μακροσκελή ανέκδοτά του.

υφιστάμενοι

(empregados) (για ανώτερο, διευθυντή)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Como chefe, ele é sempre indulgente com seus subalternos.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Όταν άνοιξα δική μου εταιρεία και έγινα το αφεντικό, προσπαθούσα πάντα να είναι δίκαιος με τους εργαζομένους μου.

αυτοάμυνα

(arte ou habilidade de defender-se de ataques)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προσωπικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Αλήθεια πρέπει να φύγω τώρα. Μην το πάρεις προσωπικά σε παρακαλώ.

αυτοβελτίωσης

(σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που δεν έχει αρκετό προσωπικό

locução adjetiva (com funcionários insuficientes)

ανεπαρκώς επανδρωμένος

locução adjetiva (com quantidade insuficiente de funcionários)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που έχει έλλειψη προσωπικού, που έχει έλλειψη εργατικών χεριών

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με πλεονάζων προσωπικό

locução adjetiva

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

με πλεονάζων προσωπικό

locução adjetiva

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εκ πείρας, από εμπειρία

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εκ πείρας, από εμπειρία

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

επάνδρωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Το νοσοκομείο δεν είχε επαρκή επάνδρωση για χρόνια.

υπολογιστής

(abrev)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βαγόνι προσωπικού

(χώρος εργαζομένων)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υπάλληλος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

υπέρμετρη στελέχωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πλήρωμα, προσωπικό εδάφους

(aviação)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μάγειροι, προσωπικό κουζίνας εστιατορίου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το προσωπικό μιας κουζίνας εστιατορίου πρέπει να είναι σχολαστικό με την υγιεινή, αφού όλα τα τρόφιμα περνάνε από τα δικά τους χέρια.

προσωπική αντωνυμία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γραμματέας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κινητικότητα προσωπικού

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προσωπική ανάπτυξη, προσωπική εξέλιξη

αξιολόγηση προσωπικού

substantivo feminino (corporativo)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρόσληψη επιπλέον προσωπικού

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντωνυμία σε ονομαστική

substantivo masculino (pronome em caso nominativo) (γραμματική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υλική ατομική ιδιοκτησία, ενσώματη ατομική ιδιοκτησία

(lei: posses físicas)

πλεονασμός προσωπικού

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

παίρνω κτ κατάκαρδα

expressão (ficar chateado com)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω προσωπικό όφελος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοπεραίωση

(cálculo do próprio imposto devido) (φορολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έχω προσωπικό όφελος

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοπεριγραφική έκθεση

Certifique-se de escrever uma única e eloquente declaração pessoal quando você se candidatar para a pós-graduação.
Όταν κάνεις αίτηση για μεταπτυχιακό, βεβαιώσου πως η αυτοπεριγραφική σου έκθεση είναι πρωτότυπη και εύγλωττη.

αυτοβελτίωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αυτοϊκανοποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κτ έχει πλεονάζον προσωπικό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pessoal στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.