Τι σημαίνει το pin στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pin στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pin στο Αγγλικά.

Η λέξη pin στο Αγγλικά σημαίνει καρφίτσα, καρφίτσα, καρφιτσώνω, καρφιτσώνω, ξανακαρφιτσώνω, πείρος, φουρκέτα, κορίνα, ακροδέκτης, ηλεκτρικός σύνδεσμος, κανιά, ακινητοποιώ, ρίχνω κτ σε κπ, PIN, προσωπικός αριθμός ταυτοποίησης, αναγκάζω κάποιον να πάρει μία απόφαση, εντοπίζω, βρίσκω, αναγκάζω κπ να πάρει θέση για κτ, χτενάκι, τσιμπιδάκι, κορίνα, μανταλάκι, κοπίλια, πίρος, πινέζα, επικρουστήρας, καρφίτσα πέτου, καθηλώνω, έξτρα χρήματα, καρφιτσώνω, στηρίζω τις ελπίδες μου σε κάτι, τρύπα από καρφίτσα, αναρτώ, κρεμάω, κρεμώ, ζώον, κεφάλι καρφίτσας, εντοπίζω, προσδιορίζω, εντοπίζω, προσδιορίζω, αφίσα με πίναπ γκερλς, αφίσα με pinup girls, pinup girl, πίναπ γκερλ, pinup girl, σέξυ, σέξι, sexy, πείρος εμβόλου, πλάστης, παραμάνα, κοπίλια, μπόουλινγκ, κορίνα, μπόουλινγκ με δέκα κορίνες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pin

καρφίτσα

noun (metal fastening)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The seamstress is using pins to mark the alterations, before sewing them.
Η μοδίστρα χρησιμοποιεί καρφίτσες για να σημαδέψει τις μεταποιήσεις πριν ράψει.

καρφίτσα

noun (jewellery: brooch)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Paula is wearing a ruby pin.
Η Πάολα φοράει μια καρφίτσα με ρουμπίνια.

καρφιτσώνω

(attach with a pin)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James pinned the poster to the noticeboard.
Ο Τζέιμς καρφίτσωσε την αφίσα στον πίνακα ανακοινώσεων.

καρφιτσώνω

transitive verb (fix in place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The seamstress is pinning the hem of the dress.
Η μοδίστρα καρφιτσώνει το στρίφωμα του φορέματος.

ξανακαρφιτσώνω

(affix back with pin)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πείρος

noun (short metal rod)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Rose used a pin to secure the axle.

φουρκέτα

noun (hairpin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pins were coming out of her hair and the whole mass was tumbling down.

κορίνα

noun (skittle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Adam knocked down six pins with his first ball.

ακροδέκτης

noun (electrical plug)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In the UK, plugs have three pins.

ηλεκτρικός σύνδεσμος

noun (electronic connector)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
British plugs have three pins.

κανιά

plural noun (figurative, slang (legs) (αργκό: ελαφρώς αρνητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Dora is getting old and she's a little unsteady on her pins.

ακινητοποιώ

transitive verb (figurative (prevent from moving)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police officer pinned the suspect to the ground. Harry was pinned under the wreckage.

ρίχνω κτ σε κπ

(figurative, informal (blame) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

I didn't break the glass; don't try to pin that on me.

PIN

noun (acronym (personal identification number)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
If you forget your PIN, you have to ask your bank to send you a new one.

προσωπικός αριθμός ταυτοποίησης

noun (four-digit passcode)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
For security reasons, do not write down your personal identification number anywhere.

αναγκάζω κάποιον να πάρει μία απόφαση

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (force to a decision, statement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The reporters asked again and again whether he favored the bill, but they couldn't pin him down.

εντοπίζω, βρίσκω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (locate, identify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
There is a strange noise coming from somewhere in the room but I can't pin down the exact location.
Υπάρχει ένας παράξενος θόρυβος που έρχεται από κάπου στο δωμάτιο, αλλά δεν μπορώ να εντοπίσω το ακριβές σημείο.

αναγκάζω κπ να πάρει θέση για κτ

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (force to a decision, statement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτενάκι

noun (US (plant: grown for forage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τσιμπιδάκι

noun (flat metal hairpin)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κορίνα

noun (skittle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μανταλάκι

noun (US (clip for hanging laundry)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοπίλια

noun (machinery: split pin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πίρος

noun (building: pin holding two parts together)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The carpenter used dowels to reinforce each joint.

πινέζα

noun (UK (flat-headed pin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You'll need drawing pins to fix your poster to the board.

επικρουστήρας

(weapon mechanism) (όπλου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καρφίτσα πέτου

noun (badge worn on clothing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Some Americans choose to declare their patriotism by wearing an American flag lapel pin.

καθηλώνω

(hold on the ground)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police officer wrestled the thief to the ground and pinned him down until backup arrived.
Ο αστυνομικός ακινητοποίησε τον ληστή και τον καθήλωσε μέχρι να έρθουν οι ενισχύσεις.

έξτρα χρήματα

noun (small sum set aside)

καρφιτσώνω

(attach by pin)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Frank pinned the carnation on the lapel of his jacket.

στηρίζω τις ελπίδες μου σε κάτι

verbal expression (rely on [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρύπα από καρφίτσα

noun (tiny hole made by a pin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some acne scars look like tiny pin pricks in the skin.

αναρτώ, κρεμάω, κρεμώ

(tack to a wall or board) (με πινέζα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher pinned up the pictures on the bulletin board for everyone to see.

ζώον

noun (figurative, pejorative, slang (stupid person) (μεταφορικά μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κεφάλι καρφίτσας

noun (point of a pin)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εντοπίζω, προσδιορίζω

transitive verb (figurative (show exact cause)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It is difficult to pinpoint exactly why this problem has occurred.
Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί γιατί ακριβώς προέκυψε αυτό το πρόβλημα.

εντοπίζω, προσδιορίζω

transitive verb (figurative (show exact place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We know our agent is in this area, but we can't pinpoint his location at the moment.
Ξέρουμε πως ο πράκτοράς μας είναι σε αυτήν την περιοχή, αλλά δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τη θέση του αυτήν τη στιγμή.

αφίσα με πίναπ γκερλς, αφίσα με pinup girls

noun (poster of glamorous woman)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

pinup girl, πίναπ γκερλ

noun (informal (attractive female celebrity)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

pinup girl

noun (informal (glamour model) (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
That fellow has his bedroom wall plastered with magazine pin-up girls.

σέξυ, σέξι, sexy

noun (informal (attractive female celebrity) (γυναίκα, σελέμπριτι, ηθοποιός κλπ)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πείρος εμβόλου

(machinery)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πλάστης

noun (tool for flattening dough)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Spread the dough thin with a floured rolling pin.

παραμάνα

noun (pin with covered point)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A safety pin is a quick and easy replacement for a missing button.

κοπίλια

noun (metal fastener)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπόουλινγκ

noun (game of skittles)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κορίνα

noun (skittle used in bowling) (για μπόουλινγκ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπόουλινγκ με δέκα κορίνες

noun (bowling with ten pins)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pin στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pin

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.