Τι σημαίνει το planos στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης planos στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του planos στο ισπανικά.

Η λέξη planos στο ισπανικά σημαίνει επίπεδος, ισόπεδος, επίπεδο, επίπεδος, flat, επίπεδο, σταθερός, πλάνο, σχέδιο, σχέδιο, περίγραμμα, πλαίσιο, σχεδιάγραμμα, κάτοψη, σχέδιο, χάρτης, Πλάνο, επίπεδος, χάρτης, επίπεδος, κάτοψη, σχέδιο, χάρτης πορείας πλοίου ή αεροπλάνου, κάτοψη, πρόγραμμα, οριστικά, αμετάκλητα, κυρτή επιφάνεια, επιφάνεια υπό κλίση, κατασκευάζω, φτιάχνω, προσκηνιακός, επίπεδη βάρκα, με επίπεδο στήθος, που έχει πλατυποδία, υφαντός, στα σχέδια, του αεροπλάνου, ολόισιος, στο βάθος, στο παρασκήνιο, χαμηλής προτεραιότητας, πάνω πάνω, πρώτο πλάνο, πλατυποδία, οριζόντιο επίπεδο, λοξή γωνία, ευρυγώνια φωτογραφία, κοντινό πλάνο μοντέλου που εικονίζει τη χρήση του προϊόντος, τοπογραφικό, πλατύψαρο, συστοιχία εστιακού επιπέδου, είδος σκορπιού της νότιας Αφρικής, κοντινό πλάνο, επίπεδη ράχη, οριζόντιος σταθεροποιητής, πεσμένη καμάρα, έρχομαι στο προσκήνιο, παίρνω δεύτερη θέση, σε πρώτο πλάνο, κοντινός, στο προσκήνιο, πλάνο που προστίθεται εκ των υστέρων, κατακόρυφο επίπεδο, μακρινό πλάνο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πλέγμα, κοντινό, κοντινό, κοντινός, σχέδιο, βιβλίο με επίπεδη ράχη, σχεδιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης planos

επίπεδος, ισόπεδος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El suelo estaba lo suficientemente plano como para poner una silla.
Το έδαφος ήταν αρκετά επίπεδο (or: ισόπεδο) για να τοποθετηθεί μια καρέκλα.

επίπεδο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una rampa es un plano inclinado.
Η ράμπα είναι ένα επικληνές επίπεδο.

επίπεδος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ella se puso a dieta para recobrar su abdomen plano.

flat

adjetivo (tenis)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Un tiro con efecto hará que la pelota bote mucho más alto que un tiro plano.

επίπεδο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vive en un plano moral más elevado que el resto.

σταθερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El acceso a Internet se ofrece a una tarifa fija mensual.

πλάνο, σχέδιο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El arquitecto diseñó los planos antes del comienzo de la construcción.
Ο αρχιτέκτονας σχεδίασε την κάτοψη πριν αρχίσει η κατασκευή.

σχέδιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Penelope diseñó el plano de esta casa.
Η Πηνελόπη έκανε τα σχέδια για αυτό το σπίτι.

περίγραμμα, πλαίσιο, σχεδιάγραμμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Me fue mostrando en el plano las ideas que tenía para la remodelación del local.

κάτοψη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El plano muestra la distribución interna de la propiedad.

σχέδιο

nombre masculino (κτίριο, έργο κλπ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χάρτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Πλάνο

nombre propio masculino (Τέξας)

(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.)

επίπεδος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χάρτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tengo un plano de Nueva York que muestra cada calle.
Έχω ένα χάρτη της Νέας Υόρκης που δείχνει κάθε δρόμο.

επίπεδος

(ομαλός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El piso no está muy plano.
Το πάτωμα δεν είναι και τόσο επίπεδο.

κάτοψη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σχέδιο

nombre masculino (σαν χάρτης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El plano de la urbanización muestra tanto las casas como las áreas verdes.

χάρτης πορείας πλοίου ή αεροπλάνου

nombre masculino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
El capitán estudió el plano cuidadosamente y decidió alterar el rumbo.

κάτοψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρόγραμμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hice un esbozo de cómo debería salir el evento.
Έχω φτιάξει ένα πρόγραμμα για το πώς πρέπει να κυλήσει η εκδήλωση.

οριστικά, αμετάκλητα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me rechazó de plano.

κυρτή επιφάνεια, επιφάνεια υπό κλίση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando pintes con acuarelas, mantén el papel en una inclinación para que el agua pueda correr hacia abajo.

κατασκευάζω, φτιάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Richard diseñó el casco del barco.

προσκηνιακός

(κυριολεκτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επίπεδη βάρκα

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La chalana es una embarcación menor, de fondo plano ... que sirve para transportes en aguas de poco fondo.

με επίπεδο στήθος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es una mujer con tan poco pecho que a veces piensan que es un chico.

που έχει πλατυποδία

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tener pie plano te mantendrá fuera del ejército porque no puedes caminar largas distancias.

υφαντός

nombre masculino (σε αργαλειό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La colección de suéteres de esta temporada son de tejido plano y en rojo y azul.

στα σχέδια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los dormitorios según los planos son dos, insuficientes para una familia grande como la mía.

του αεροπλάνου

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ολόισιος

(coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στο βάθος, στο παρασκήνιο

locución adverbial (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Era tan tímida que generalmente se mantenía en segundo plano en las reuniones.

χαμηλής προτεραιότητας

locución adverbial

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Ese proyecto está en segundo plano, mientras atiendo otros temas urgentes.

πάνω πάνω

locución adverbial (μεταφορικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Voy a poner ese trabajo en primer plano, porque es urgente.

πρώτο πλάνο

locución nominal masculina

En la pintura hay una cerca de madera en primer plano.
Υπάρχει ένα ξύλινος φράκτης στο προσκήνιο του πίνακα.

πλατυποδία

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οριζόντιο επίπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λοξή γωνία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El techo con plano inclinado evita la acumulación del agua de lluvia.

ευρυγώνια φωτογραφία

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El director se decidió por un plano general en lugar de un primer plano.

κοντινό πλάνο μοντέλου που εικονίζει τη χρήση του προϊόντος

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τοπογραφικό

Los geólogos mapean un plano de contornos al empezar todo proyecto.

πλατύψαρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συστοιχία εστιακού επιπέδου

(οπτική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είδος σκορπιού της νότιας Αφρικής

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
El escorpión de las rocas es el escorpión más grande del mundo.

κοντινό πλάνο

locución nominal masculina

επίπεδη ράχη

(βιβλίο)

οριζόντιος σταθεροποιητής

locución nominal masculina

πεσμένη καμάρα

locución nominal masculina

Donald tiene pie plano.

έρχομαι στο προσκήνιο

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando discutían, sus diferencias salían a la luz.

παίρνω δεύτερη θέση

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε πρώτο πλάνο

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Filmó la escena para que los objetos en primer plano estuvieran fuera de foco.
Γύρισε τη σκηνή έτσι ώστε τα αντικείμενα στο προσκήνιο να είναι θολά.

κοντινός

locución adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στο προσκήνιο

(κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλάνο που προστίθεται εκ των υστέρων

locución verbal (τηλεόραση/κινηματογράφος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Recomienda cambiar de plano en mitad de un movimiento porque así se consigue mejor continuidad de la escena.

κατακόρυφο επίπεδο

locución nominal masculina

Rota el plano vertical 90 grados para que quede acostado.
Περίστρεψε το κατακόρυφο επίπεδο κατά 90 μοίρες ώστε να γίνει οριζόντιο.

μακρινό πλάνο

(κινηματογράφος)

La película empieza con un plano largo en el que se ve todo el pueblo.
Η ταινία ξεκινά με ένα μακρινό πλάνο στο οποίο βλέπει κανείς ολόκληρη την πόλη.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

Hay un cambio de plano del niño que está escuchando en la habitación contigua.

πλέγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοντινό

locución nominal masculina (πλάνο)

La actriz dijo que estaba lista para su primer plano.

κοντινό

locución nominal masculina (fotografía)

En el primer plano ella le sonríe al fotógrafo.

κοντινός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El fotógrafo está tomando algunas tomas en primer plano del modelo.

σχέδιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Necesitamos un plano de la planta del edificio para calcular el área útil.
Θα χρειαστούμε κάτοψη του κτηρίου, για να υπολογίσουμε την ωφέλιμη επιφάνεια.

βιβλίο με επίπεδη ράχη

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σχεδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeff hizo el plano del segundo piso del edificio.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του planos στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.