Τι σημαίνει το terreno στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης terreno στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του terreno στο ισπανικά.

Η λέξη terreno στο ισπανικά σημαίνει μεγάλη έκταση γης, κομμάτι γης, έδαφος, περιοχή, χτήμα, κτήμα, έδαφος, γήπεδο, οικόπεδο, εγκόσμιος, γήινος, επίγειος, τομέας, γήπεδο, γη, βασίλειο, λιβάδι, τομέας, στοιχείο, γη, κομμάτι γης, οικόπεδο, προνόμιο, αλσύλλιο για ξύλευση, γη, επιφάνεια, έκταση, υποχωρώ, οπισθοχωρώ, στενή λωρίδα γης, λεκάνη, επίπεδο, λοφώδης, εκτός δρόμου, εκτός ορίων, αναξιοποίητη περιοχή, αναξιοποίητη ζώνη, πλημμυρική περιοχή, πλημμυρική πεδιάδα, πλημμυρική κοίτη, δίπλα σε ακτή λίμνης, γαιοκτησία, οροπέδιο, γαιοκτησία, καλλιεργήσιμη έκταση, έδαφος σε περίοδο αγρανάπαυσης, γερή βάση, ουδέτερο έδαφος, ουδέτερη περιοχή, γήπεδο, χώρος αθλητικών εκδηλώσεων, έρευνα, κατήφορος, παίζω με τη φωτιά, προετοιμάζω το έδαφος, προετοιμάζω το έδαφος, κλονίζομαι, βολιδοσκοπώ την κατάσταση, βρίσκομαι σε επισφαλή θέση, κερδίζω έδαφος, κερδίζω δημοτικότητα, αρχίζω να γίνομαι δημοφιλής, παντός εδάφους, πατώ γερά στα πόδια μου, παρθένο έδαφος, οικείο περιβάλλον, ξεχορταριάζω, δοκιμάζω τα νερά, αρχίζω να σημειώνω επιτυχία, καταληψίας, πρόσφορο έδαφος, δείχνω το δρόμο, ανοίγω το δρόμο, κοντά στη βάση, κοντά στη βάση, τοπογραφία, χάνω έδαφος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης terreno

μεγάλη έκταση γης

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Compraron un lindo y pequeño terreno al este del pueblo.

κομμάτι γης

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Están planeando construir un supermercado en ese terreno.

έδαφος

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El terreno es llano en muchos lugares de Ohio.
Το έδαφος σε πολλά σημεία του Οχάιο είναι επίπεδο.

περιοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Durante la búsqueda necesitamos abarcar todo el terreno.
Κατά την διάρκεια της αναζήτησης πρέπει να καλύψουμε ολόκληρη την περιοχή, όλη δηλαδή την έκταση.

χτήμα, κτήμα

(στην εξοχή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El terreno de la mansión se extiende hasta el río.
Τα κτήματα της έπαυλης έφταναν ως το ποτάμι.

έδαφος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El terreno era irregular y los caminantes tuvieron algunas dificultades al cruzarlo.

γήπεδο

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Confiada, ahora que estaba en su terreno, la ministra empezó a explicar los asuntos que tanto había investigado.
Έχοντας αυτοπεποίθηση τώρα που ήταν στα χωράφια της η υπουργός άρχισε να εξηγεί τα ζητήματα που είχε ερευνήσει τόσο διεξοδικά.

οικόπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El promotor era propietario de cinco terrenos en los cuales planeaba construir nuevas casas.
Ο κατασκευαστής είναι ιδιοκτήτης πέντε οικοπέδων στα οποία σκοπεύει να χτίσει σπίτια.

εγκόσμιος, γήινος, επίγειος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Frank se deleita en la buena comida y en otros placeres terrenales.

τομέας

(γνώσεων ή ενδιαφερόντων)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γήπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los jugadores salieron al campo de rugby.
Οι παίκτες έτρεξαν στο γήπεδο του ράγκμπυ.

γη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βασίλειο

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Las lecturas de Tarot y de las bolas de cristal caen en el reino de lo oculto.
Τα ταρώ και οι κρυστάλλινες σφαίρες εμπίπτουν στον χώρο του μυστικισμού.

λιβάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los perros jugaban en el campo que está al lado de la casa.
Τα σκυλιά έπαιζαν στον αγρό δίπλα στο σπίτι.

τομέας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El campo de Ned es la astrofísica.
Ο τομέας του Νεντ είναι η αστροφυσική.

στοιχείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γη

(κτηματομεσιτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hemos invertido en suelo, hemos comprado unas cuantas hectáreas.
Επενδύσαμε σε γη και αγοράσαμε αρκετά στρέμματα.

κομμάτι γης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Los Smith están comprando un solar para su nueva casa.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Υπάρχει ένα ωραίο κομμάτι γης στο κάτω μέρος του κήπου, το οποίο σκοπεύω να μετατρέψω σε λαχανόκηπο.

οικόπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ella posee un lote edificable en el medio de la ciudad.
Έχει ένα οικόπεδο στο κέντρο της πόλης.

προνόμιο

(πλεονέκτημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En las primeras épocas, cuando no había vuelos baratos, volar era sólo dominio de los ricos.

αλσύλλιο για ξύλευση

(con árboles)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La mayor parte de la tierra estaba pelada para la siembra, pero todavía había tierra con árboles para proveer leña para el invierno.

γη

(χώμα, έδαφος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las granjas tienen éxito porque aquí el suelo (or: terreno) es muy rico.
Οι φάρμες ευημερούν επειδή η γη εδώ είναι πολύ εύφορη.

επιφάνεια, έκταση

(συνήθως μικρή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay un área de pasto entre el cantero de flores y el área de las verduras.
Υπάρχει μια επιφάνεια με γκαζόν ανάμεσα στο παρτέρι και τον λαχανόκηπο.

υποχωρώ, οπισθοχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El general le ordenó a sus tropas retirarse.

στενή λωρίδα γης

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λεκάνη

(vulcanología) (για μεγάλου μεγέθους κοίλωμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El cráter de un volcán extinto se llama caldera.
Η λεκάνη, ή κρατήρας, ενός ανενεργού ηφαιστείου ονομάζεται καλντέρα.

επίπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La casa tiene que ser construida sobre una explanada.
Το σπίτι πρέπει να χτιστεί σε επίπεδο (or: επίπεδη επιφάνεια).

λοφώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκτός δρόμου

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los vehículos de tracción en las cuatro ruedas están diseñados para conducir por todo terreno.

εκτός ορίων

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El árbitro sonó el pito cuando la pelota salió fuera del terreno. Durante la guerra la mayoría de las playas estaban fuera del terreno de los civiles.
Ο διαιτητής σφύριξε όταν η μπάλα πήγε εκτός ορίων. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι περισσότερες παραλίες βρίσκονταν εκτός ορίων για τους πολίτες.

αναξιοποίητη περιοχή, αναξιοποίητη ζώνη

(επίσ)

πλημμυρική περιοχή, πλημμυρική πεδιάδα, πλημμυρική κοίτη

δίπλα σε ακτή λίμνης

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γαιοκτησία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οροπέδιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γαιοκτησία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλλιεργήσιμη έκταση

Mediante el riego transformaron los eriales en terrenos cultivables.

έδαφος σε περίοδο αγρανάπαυσης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los chicos del barrio usaban el terreno baldío de la otra cuadra para jugar a la pelota.

γερή βάση

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Para mí las Ciencias Exactas son terreno firme, es con las materias humanísticas con las que me siento inseguro.

ουδέτερο έδαφος

locución nominal masculina (μεταφορικά)

Acordamos encontrarnos en terreno neutral.

ουδέτερη περιοχή

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El intercambio de prisioneros se realizó en terreno neutral.

γήπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χώρος αθλητικών εκδηλώσεων

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los equipos estaban listos para entrar al terreno de juego y jugar el partido.

έρευνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Smithers está en el Amazonas haciendo trabajo de terreno con especies en peligro de extinción.

κατήφορος

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Estamos frente a un callejón sin salida, hagamos lo que hagamos esto va a terminar mal.

παίζω με τη φωτιά

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estás pisando terreno pantanoso si sigues insultando a Katie.

προετοιμάζω το έδαφος

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προετοιμάζω το έδαφος

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los acuerdos económicos prepararon el terreno para una colaboración política plena.
Η οικονομική συμφωνία προετοίμασε το έδαφος για πλήρη πολιτική συνεργασία.

κλονίζομαι

locución verbal (figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βολιδοσκοπώ την κατάσταση

locución verbal (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No sé si quiera aceptar, voy a ir tanteando el terreno y contándole cómo es el asunto, quizá pueda convencerlo.

βρίσκομαι σε επισφαλή θέση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κερδίζω έδαφος

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κερδίζω δημοτικότητα, αρχίζω να γίνομαι δημοφιλής

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παντός εδάφους

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πατώ γερά στα πόδια μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Μερικές εβδομάδες μετά την ανάληψη της νέας θέσης της, η Έμιλι άρχισε να νιώθει ότι πατούσε γερά στα πόδια της.

παρθένο έδαφος

locución nominal masculina (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οικείο περιβάλλον

ξεχορταριάζω

locución verbal (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δοκιμάζω τα νερά

(coloquial) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La compañía está testeando el mercado para ver cómo reaccionan los consumidores al nuevo producto.

αρχίζω να σημειώνω επιτυχία

locución verbal (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταληψίας

locución adjetiva

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Los inquilinos que invadían el terreno fueron desalojados por la policía.

πρόσφορο έδαφος

(figurado)

Las condiciones de pobreza fueron el terreno fértil para la revolución.

δείχνω το δρόμο, ανοίγω το δρόμο

(μεταφορικά: για κάποιον, σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los pioneros en sus carretas con toldo le abrieron el camino a los colonizadores del oeste.

κοντά στη βάση

(detrás de las posiciones del 2ª base y el inicialista)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lanzó la pelota alta, hasta el terreno corto del campo derecho.

κοντά στη βάση

(detrás de la posición de la 3ª base y el campo corto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Con este bateador, el defensa juega en el terreno corto del campo izquierdo.

τοπογραφία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando haces senderismo te tienes que guiar por la configuración del terreno.

χάνω έδαφος

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του terreno στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του terreno

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.