Τι σημαίνει το plastique στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης plastique στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του plastique στο Γαλλικά.
Η λέξη plastique στο Γαλλικά σημαίνει πλαστικό, πλαστικός, συσκευασμένος σε πλαστική σακούλα, πλαστική σακούλα, πλαστικός, εύκαμπτος, διάφανο πλαστικό, πλαστική χειρουργική, αισθητική χειρουργική, πλαστικό παπάκι, πλαστικό παπάκι, ζελατίνη, μεμβράνη, εύκαμπτο πλαστικό, πλαστικό χιτώνιο, λαστιχένιο κοτόπουλο, υφασμάτινο λουλούδι, δραστηριότητα κατά την οποία κπ κατεβαίνει έναν λόφο μέσα σε μια φουσκωτή μπάλα, θερμοκήπιο τύπου τούνελ, πλαστικός αφρός, αυτοκόλλητα που μοιάζουν με μάτια με κινούμενη κόρη, διάφανος πλαστικός, σακούλα, τυλίγω με μεμβράνη, τυλίγω σε μεμβράνη, σακούλα, τσάντα, παπαρούνα, αίθουσα καλλιτεχνικών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης plastique
πλαστικόnom masculin Cette assiette est en plastique. |
πλαστικόςadjectif (art) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συσκευασμένος σε πλαστική σακούλα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πλαστική σακούλαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dans cette ville, les magasins font payer les sacs plastiques aux clients. Τα καταστήματα σ' αυτή την πόλη χρεώνουν για πλαστικές σακούλες. |
πλαστικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle évite de boire dans des gobelets en plastique. |
εύκαμπτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διάφανο πλαστικόnom masculin Ces boîtes alimentaires sont faites en plastique transparent. |
πλαστική χειρουργική, αισθητική χειρουργικήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Plusieurs actrices ont eu recours à une forme ou une autre de chirurgie esthétique. |
πλαστικό παπάκιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πλαστικό παπάκιnom masculin Tu te baignes toujours avec ton petit canard en plastique ? |
ζελατίνη, μεμβράνηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εύκαμπτο πλαστικόnom masculin (υλικό) |
πλαστικό χιτώνιοnom masculin Je cherchais un fond en plastique pour ma piscine : le vendeur m'a dit que ça s'appelait un liner. |
λαστιχένιο κοτόπουλοnom masculin (παιχνίδι) Au cirque, un clown a utilisé un poulet en plastique pour frapper son compère sur la tête. |
υφασμάτινο λουλούδι
|
δραστηριότητα κατά την οποία κπ κατεβαίνει έναν λόφο μέσα σε μια φουσκωτή μπάλαlocution verbale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
θερμοκήπιο τύπου τούνελnom masculin (serre en plastique) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πλαστικός αφρόςnom féminin |
αυτοκόλλητα που μοιάζουν με μάτια με κινούμενη κόρηnom masculin pluriel (à coller) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
διάφανος πλαστικόςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il porte son badge dans une pochette en plastique transparent pour le protéger de l'usure. Έχει βάλει την ταυτότητά του σε μια διάφανη πλαστική θήκη για να την προστατέψει από τα νερά. |
σακούλαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τυλίγω με μεμβράνη, τυλίγω σε μεμβράνη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σακούλα, τσάντα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παπαρούναnom masculin (en Grande-Bretagne, pour le 11 novembre) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Au Royaume-Uni, on porte des coquelicots en papier en souvenir des soldats morts pendant les deux guerres mondiales. |
αίθουσα καλλιτεχνικών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του plastique στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του plastique
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.