Τι σημαίνει το poche στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης poche στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του poche στο Γαλλικά.

Η λέξη poche στο Γαλλικά σημαίνει ποσέ, τσέπη, θύλακας, τσάντα, τρύπα, ασκός, σακούλα, κουτάλα χύτευσης, πλαστικό σακουλάκι, ποσάρω, τσεπώνω, χαρτόδετο βιβλίο, χαρτόδετος, τσέπης, κοντά στην προθεσμία, που έχει μπει μέσα, πενήντα-πενήντα, εξυπηρετικός, εύχρηστος, συμπαγής, βολικός, σε μέγεθος τσέπης, στην τσέπη σου, του χεριού μου, -, φακός, μαντήλι, μαντίλι, όσο χωράει στην τσέπη, φως του πυρσού, φως των πυρσών, μίνι κάμερα, χαρτόδετο βιβλίο, χαρτζιλίκι, χρήματα για να κινούμαι, αμνιακός σάκος, τσέπη, κομπρέσα με πάγο, κωλότσεπη, παγοκύστη, βιβλίο τσέπης, φορητή λάμπα, γεώμυς ο θυλακοφόρος, έξτρα χρήματα, κορνέ, είδος μικρού τρωκτικού, σε μέγεθος τσέπης, κερδίζω μια θέση στην καρδιά κπ, έχω επιτύχει κτ, μάρσιπος, φως, χαρτζιλίκι, φυσαλίδα, φουσκάλα, μπουρμπουλήθρα, παγοκύστη, δύσκολη απόφαση, χαρτόδετος, ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου, στο τσεπάκι, του χεριού σου, βιβλίο τσέπης, τσεπούλα, ρελιαστή τσέπη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης poche

ποσέ

adjectif (Cuisine)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τσέπη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pete a mis son portefeuille dans sa poche
Ο Πητ έβαλε το πορτοφόλι του στην τσέπη του.

θύλακας

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'armée d'invasion a gagné, mais il reste encore quelques poches de résistance ici et là.

τσάντα

(supermarché)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La caissière a mis mes achats dans des sacs.
Ο ταμίας έβαλε τα ψώνια σε τσάντες.

τρύπα

(Billard américain)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lisa a empoché la boule noire dans le trou en haut à droite.

ασκός

nom féminin (που μπορεί να φουσκωθεί)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La poche interne permet au dispositif de flotter.

σακούλα

nom féminin (figuré : sous les yeux) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
George est très fatigué, il a des poches sous les yeux.

κουτάλα χύτευσης

nom féminin (pour métal fondu)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Rachel a versé l'or de la poche de coulée.

πλαστικό σακουλάκι

(για τρόφιμα κλπ)

ποσάρω

verbe transitif (Cuisine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le restaurant poche les œufs au lieu de les faire frire, comme c'est plus sain.
Στο εστιατόριο ποσάρουν τα αυγά αντί να τα τηγανίζουν καθώς είναι πιο υγιεινό.

τσεπώνω

(honnêtement) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Τζέιμς τσέπωσε μερικά χρήματα από το ταμείο όσο δεν κοιτούσε το αφεντικό.

χαρτόδετο βιβλίο

nom masculin (βιβλίο)

Est-ce que vous auriez "Autant en Emporte Le Vent" en livre de poche ?
Έχεις το χαρτόδετο βιβλίο 'Όσα Παίρνει ο Άνεμος;'

χαρτόδετος

locution adjectivale (βιβλίο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'édition de poche coûte la moitié du prix de l'édition reliée.
Η χαρτόδετη έκδοση έχει τη μισή τιμή από την έκδοση με το σκληρό εξώφυλλο.

τσέπης

locution adjectivale

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
William a toujours une calculatrice de poche sur lui.

κοντά στην προθεσμία

(match, résultat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει μπει μέσα

(familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Après avoir payé toutes les réparations j'étais sérieusement fauché.

πενήντα-πενήντα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le résultat de l'élection est incertain.

εξυπηρετικός, εύχρηστος, συμπαγής, βολικός

(μικρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε μέγεθος τσέπης

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στην τσέπη σου

locution adverbiale (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Remets ton portefeuille dans ta poche pour ne pas le perdre.

του χεριού μου

(figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

-

(victoire, expérience...) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Avec vingt ans d'expérience en tant que pompier à son actif (or: derrière lui), Robert est un expert en matière de sécurité incendie.
Με είκοσι πέντε χρόνια εμπειρίας ως πυροσβέστης, ο Ρόμπερτ είναι ειδικός σε θέματα πυρασφάλειας.

φακός

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Je n'ai pas apporté de lampe de poche, alors nous allons devoir avancer à tâtons.

μαντήλι, μαντίλι

nom masculin (υφασμάτινο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

όσο χωράει στην τσέπη

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φως του πυρσού, φως των πυρσών

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μίνι κάμερα

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χαρτόδετο βιβλίο

nom masculin

χαρτζιλίκι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quand j'étais jeune, mes parents me donnaient 10 centimes d'argent de poche par semaine, que je dépensais généralement en bonbons.
Όταν ήμουνα παιδί έπαιρνα κάθε εβδομάδα δέκα λεπτά χαρτζιλίκι, το οποίο συνήθως ξόδευα σε γλυκά.

χρήματα για να κινούμαι

nom masculin (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Yann doit toujours demander de l'argent de poche à son père.

αμνιακός σάκος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τσέπη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κομπρέσα με πάγο

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κωλότσεπη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce n'est pas prudent de garder de l'argent dans sa poche arrière.

παγοκύστη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il est resté assis avec une poche de glace sur l'œil droit pendant une heure après la bagarre.

βιβλίο τσέπης

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le livre va bientôt sortir en édition de poche.

φορητή λάμπα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La société a fait ses débuts en vendant des lampes de poche aux étudiants.
Η εταιρεία ξεκίνησε πουλώντας φορητές λάμπες σε φοιτητές.

γεώμυς ο θυλακοφόρος

nom masculin (επίσημο, λόγιος)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

έξτρα χρήματα

nom masculin

κορνέ

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Doris a rempli la poche à douille de glaçage.

είδος μικρού τρωκτικού

nom féminin (race de souris)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σε μέγεθος τσέπης

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κερδίζω μια θέση στην καρδιά κπ

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le fils de notre nouveau voisin a gagné mon cœur quand il a ramassé les feuilles pour nous.

έχω επιτύχει κτ

(victoire,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μάρσιπος

nom féminin (de kangourou)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les kangourous portent leurs petits dans leurs poches ventrales.
Τα καγκουρώ κουβαλούν τα μικρά τους σε μάρσιπους.

φως

nom féminin (γενικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Peter a pointé la lampe de poche vers l'oiseau.
Ο Πήτερ έριξε το φως προς το πουλί.

χαρτζιλίκι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Laura avait travaillé pour que ce qui n'était rien de plus que de l'argent de poche.
Η Λώρα από τη δουλειά της έβγαλε ένα χαρτζιλίκι.

φυσαλίδα, φουσκάλα, μπουρμπουλήθρα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παγοκύστη

nom féminin (pour la douleur)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai mis une poche de glace sur ma cheville foulée pour apaiser la douleur.

δύσκολη απόφαση

Ça s'est joué dans un mouchoir de poche mais ils l'ont déclaré vainqueur.

χαρτόδετος

locution adjectivale (livre)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου

verbe transitif (un lieu)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je ne me perds jamais dans ce quartier : je le connais comme ma poche.

στο τσεπάκι, του χεριού σου

verbe transitif (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ce n'est pas parce que tu es jolie que tu peux mettre tous les garçons dans ta poche.

βιβλίο τσέπης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τσεπούλα

nom féminin (5τσεπο παντελόνι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ρελιαστή τσέπη

nom féminin

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του poche στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του poche

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.