Τι σημαίνει το police στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης police στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του police στο Γαλλικά.

Η λέξη police στο Γαλλικά σημαίνει αστυνομία, αστυνομία, συμβόλαιο, γραμματοσειρά, γραμματοσειρά, επιβολή του νόμου, αρχές, αστυνομία, προασφαλιστήριο, τυπογραφικό στοιχείο, αστυνομικό σώμα, εκπολιτίζω, αστυνομικός, αστυνομικός, αστυνομικός, αστυφύλακας, αστυνομικός διευθυντής, αστυνομική διευθύντρια, κορδέλα της αστυνομίας, έφιππος αστυνομικός, έφιππος αστυνομικός, μέγεθος γραμματοσειράς, αστυνομικός, αστυνόμος, δημοτική αστυνόμευση, εγκληματολόγος, τροχαία της εθνικής οδού στις ΗΠΑ, σήμα, αρχηγός αστυνομικού τμήματος, περιπολικό, αρχηγός αστυνομίας, αρχηγός αστυνομίας, αστυφύλακας, επιθεωρητής, ανάκριση, υπαρχηγός, αρχιφύλακας, αστυνομικό τμήμα, κλούβα, ΜΑΤ, μυστική αστυνομία, αστυνομία πολιτείας των ΗΠΑ, δικαστήριο τροχαίων παραβάσεων, ασφαλιστήριο συμβόλαιο, αστυνομικό σώμα, ειδικός πράκτορας του εγκληματολογικού, τοπική αστυνομία, αστυνομική αναφορά, Βασιλική Καναδική Έφιππη Αστυνομία, ανώτερος αστυνομικός ερευνητής, αστυνομικές ενισχύσεις, αστυνομικός διευθυντής, αστυνομική διευθύντρια, Υπηρεσία Δίωξης Κοινού Εγκλήματος, αστυνομικό αρχείο, στρατονομία, παρουσιάζομαι/παραδίνομαι στην αστυνομία, καταδίδω, μικρός, ελαφρύς, ασήμαντος, αστυνομικός, αστυνομικό τμήμα, εγκληματολογική έρευνα, αρχηγός της αστυνομίας, μυστική αστυνομία, αστυνόμος, επίτροπος, διοικητής, μπλόκο, αστυνόμος, διοικητής, του τομέα επιβολής του νόμου, οι μπάτσοι, καταδίδω, πολίαρχος, γράμματα, στοιχείο, έφοδος της αστυνομίας, βιβλίο συμβάντων, μπατσικό, Εγκληματολογικό, οι αρχές. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης police

αστυνομία

nom féminin (δύναμη επιβολής τάξης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La ville dépend d'une police indépendante.
Η πόλη στηρίζεται σε μια ανεξάρτητη αστυνομία.

αστυνομία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La police arriva sur les lieux.
Η αστυνομία έφτασε στο σημείο.

συμβόλαιο

nom féminin (d'assurance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous avons besoin d'une nouvelle police d'assurance pour notre voiture.
Χρειαζόμαστε νέο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

γραμματοσειρά

nom féminin (Informatique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο Πωλ άλλαξε τη γραμματοσειρά σε Times New Roman.

γραμματοσειρά

(Imprimerie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La police du titre de l'article était de taille 24.

επιβολή του νόμου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Mon père a travaillé dans la police pendant des années.
Ο πατέρας μου δούλεψε πολλά χρόνια στον τομέα επιβολής του νόμου.

αρχές

(αστυνομία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Le fugitif a fui la police pendant soixante jours avant d'être attrapé.
Ο φυγάς κατάφερε να αποφύγει τις αρχές για εξήντα μέρες, πριν γίνει η σύλληψή του.

αστυνομία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προασφαλιστήριο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τυπογραφικό στοιχείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αστυνομικό σώμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εκπολιτίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αστυνομικός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jeff a laissé son neveu essayer son casque de police.
Ο Τζεφ άφησε τον ανιψιό του να δοκιμάσει το αστυνομικό κράνος του.

αστυνομικός

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αστυνομικός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un policier a appréhendé le suspect dans les environs.
Ένας αστυφύλακας συνέλαβε τον ύποπτο εκεί κοντά.

αστυφύλακας

(équivalent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le policier est arrivé sur la scène du crime au coucher du soleil.

αστυνομικός διευθυντής, αστυνομική διευθύντρια

(police)

Le commissaire Smith a été accusé de subordination et de corruption.

κορδέλα της αστυνομίας

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έφιππος αστυνομικός

Deux cavaliers étaient sur le lieu pour maintenir le calme.

έφιππος αστυνομικός

nom masculin

μέγεθος γραμματοσειράς

nom féminin (Η/Υ, τυπογραφία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Augmente la taille de la police et je pourrai peut-être la lire.
Αν μεγαλώσεις το μέγεθος της γραμματοσειράς, μπορεί και να καταφέρω να το διαβάσω!

αστυνομικός, αστυνόμος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Quand il sera grand, il veut être pompier ou policier.
Όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει είτε πυροσβέστης είτε αστυνομικός.

δημοτική αστυνόμευση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εγκληματολόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il gagnait de l'argent supplémentaire en travaillant comme technicien de la police technique et scientifique sur certaines affaires.

τροχαία της εθνικής οδού στις ΗΠΑ

nom féminin (États-Unis)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σήμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les policiers américains portent un insigne de police orné d'une étoile.

αρχηγός αστυνομικού τμήματος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

περιπολικό

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quand nous sommes rentrés, nous avons vu qu'il y avait une voiture de police devant chez nous. Quelques minutes après le déclenchement de l'alarme, il y avait déjà douze voitures de police autour du bâtiment.
Φτάσαμε και είδαμε ένα περιπολικό έξω από το σπίτι μας. Μέσα σε λίγα λεπτά από το άκουσμα του συναγερμού, 12 περιπολικά περικύκλωσαν το κτίριο.

αρχηγός αστυνομίας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχηγός αστυνομίας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αστυφύλακας

(équivalent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ils ont paniqué quand ils ont vu le gendarme s'approcher d'eux.

επιθεωρητής

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Le suspect est interrogé par des inspecteurs de police.

ανάκριση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'interrogatoire a été enregistré à l'aide d'un magnétophone.

υπαρχηγός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En France, les inspecteurs ont désormais le grade de lieutenant de police.

αρχιφύλακας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le sergent de police avait trois galons sur la manche de son uniforme.

αστυνομικό τμήμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Έπρεπε να παρουσιαστώ στο αστυνομικό τμήμα με το δίπλωμά μου.

κλούβα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On fit venir un fourgon de police pour emmener tous les membres du gang en garde à vue.

ΜΑΤ

nom féminin (συντομογραφία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μυστική αστυνομία

nom féminin

αστυνομία πολιτείας των ΗΠΑ

nom féminin (ΗΠΑ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aux États-Unis, la plupart des routes nationales sont contrôlées par la police d'État, et non par la police locale.

δικαστήριο τροχαίων παραβάσεων

nom masculin (France)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ασφαλιστήριο συμβόλαιο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ma police d'assurance ne couvrira pas mes médicaments pour le diabète.

αστυνομικό σώμα

nom féminin pluriel

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ειδικός πράκτορας του εγκληματολογικού

nom masculin (France)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τοπική αστυνομία

nom féminin

αστυνομική αναφορά

nom masculin

Βασιλική Καναδική Έφιππη Αστυνομία

(αστυνομία Καναδά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Son parcours dans la police et son expérience avec les chevaux faisaient de lui un candidat idéal pour la Gendarmerie royale du Canada.

ανώτερος αστυνομικός ερευνητής

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αστυνομικές ενισχύσεις

nom masculin pluriel

αστυνομικός διευθυντής, αστυνομική διευθύντρια

(police)

Υπηρεσία Δίωξης Κοινού Εγκλήματος

(France, équivalent)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αστυνομικό αρχείο

nom masculin (γενικό)

στρατονομία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παρουσιάζομαι/παραδίνομαι στην αστυνομία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les enquêteurs ont demandé à toute personne ayant vu quelque chose de se présenter.
Οι υπεύθυνοι της έρευνας παρακάλεσαν όσους είχαν πληροφορίες για το έγκλημα να παρουσιαστούν στην αστυνομία.

καταδίδω

(στην αστυνομία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle savait que son frère avait commis un crime mais elle refusait de le dénoncer.
Ήξερε ότι ο αδερφός της είχε διαπράξει ένα έγκλημα, αλλά αρνήθηκε να τον καταδώσει.

μικρός, ελαφρύς, ασήμαντος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tim a subi une blessure légère dans un accident de voiture.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτό είναι δευτερεύον θέμα. Έχουμε πιο σημαντικά πράγματα να σκεφτούμε.

αστυνομικός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Matthew est policier (or: agent de police).

αστυνομικό τμήμα

nom masculin

Le suspect a été emmené au commissariat de police pour la création d'un casier judiciaire.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο άνδρας μεταφέρθηκε στο τμήμα για να καταθέσει.

εγκληματολογική έρευνα

(service)

Une fois que la police scientifique est passée, les inspecteurs ont investi la scène du crime.

αρχηγός της αστυνομίας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

μυστική αστυνομία

nom féminin (Historique)

αστυνόμος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Le suspect a été interrogé par l'officier de police Willis pendant deux heures.

επίτροπος, διοικητής

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Le préfet de police supervisera la discipline à l'encontre des agents de police ayant enfreint la loi.

μπλόκο

nom masculin (αστυνομία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La police a mis en place un barrage routier pour rechercher le criminel disparu.

αστυνόμος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

διοικητής

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

του τομέα επιβολής του νόμου

locution adjectivale (officier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Εργάζεται ως όργανο της τάξης.

οι μπάτσοι

(familier) (ανεπ, ενίοτε μειωτικό)

Quand le voleur s'est mis à courir, le gérant de la boutique a crié "Appelez les flics !"
Όταν ο κλέφτης άρχισε να τρέχει, ο μαγαζάτορας φώναξε, «Φωνάξτε την αστυνομία!»

καταδίδω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Όταν οι γονείς του εφήβου ανακάλυψαν ότι πουλούσε ναρκωτικά, τον κατέδωσαν στην αστυνομία.

πολίαρχος

nom masculin (αρχαία Ρώμη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γράμματα

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La police de cette dissertation est facile à lire.

στοιχείο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cette police de caractère est avec empattement.

έφοδος της αστυνομίας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βιβλίο συμβάντων

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μπατσικό

(αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Εγκληματολογικό

(France, équivalent) (τμήμα αστυνομίας)

(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.)

οι αρχές

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La police a été appelée sur les lieux du crime.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του police στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του police

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.