Τι σημαίνει το polvo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης polvo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του polvo στο ισπανικά.

Η λέξη polvo στο ισπανικά σημαίνει σκόνη, σκόνη, σκόνη, γαμήσι, καλός στο κρεβάτι, σκόνη, πήδημα, σεξ, γλυκό, κοκό, πήδημα, γαμήσι, κομμάτι, πήδημα, γαμήσι, γκομενάκι, σεξ, -, πήδημα, γαμήσι, πήδημα, κονία, γαμιέμαι, κουρασμένος, εξουθενωμένος, ψόφιος, μελαγχολικός, ξεκωλωμένος, ξεπατωμένος, ξεθεωμένος, κλαταρισμένος, κουρασμένος, ξεθεωμένος, ξεπατωμένος, κάλυμμα φακού, καταπίνω τα λόγια μου, αλέθω, που κοιμάται, όνειρο, εκμηδενίζω, πηδάω, γαμάω, θάβω, το κάνω, πούδρα, εξαντλημένος, που έχει κουραστεί, που γαμήθηκε, αλεσμένος, έτοιμος να καταρρεύσω, κοντεύω να καταρεύσω, Χους ει και εις χουν απελεύσει, πισωκολλητό, πιπέρι καγιέν, αναβράζουσα σκόνη για αναψυκτικό ή που τρώγεται σκέτη, χωμάτινο γήπεδο τένις, σκόνη σκόρδου, χρυσόσκονη, αποβουτυρωμένο γάλα σε σκόνη, σφουγγαράκι, απορρυπαντικό ρούχων, απορρυπαντικό πλυντηρίου, μπέηκιν-πάουντερ, κάστερ πάουντερ, κανέλα, αγγελόσκονη, ταλκ, κακάο, γάλα καρύδας σε σκόνη, σκόνη από μουστάκια καλαμποκιού, σεληνιακή σκόνη, κρεμμύδι σε σκόνη, επίχρισμα σε σκόνη, τσίλι σε σκόνη, απαλό χιόνι, σύννεφο σκόνης, πεθαίνω, ξυλοφορτώνω, ξεσκονίζω, ξεσκονίζω, που θυμίζει σκόνη, Φάε τη σκόνη μου!, υποκατάστατο κρέμας, ράκος, κουρέλι, χωμάτινο γήπεδο τένις, ξεπέτα, τριπολίτης, ρίχνω, σε αχρηστία, φιστικώνω, απαυτώνω, ταλαιπωρημένπος, καταπονημένος, καταρρακωμένος, συντετριμμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης polvo

σκόνη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una nube de polvo flotó por el aire mientras la mujer sacudía la alfombra.
Ένα σύννεφο σκόνης σηκώθηκε στoν αέρα καθώς η γυναίκα χτύπαγε το χαλί.

σκόνη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Oliver puso el polvo en la taza y agregó agua caliente.
Ο Όλιβερ έβαλε τη σκόνη σε ένα φλιτζάνι και πρόσθεσε καυτό νερό.

σκόνη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Todos los muebles de la casa estaban cubiertos de polvo.
Όλα τα έπιπλα στο σπίτι ήταν καλυμμένα με σκόνη.

γαμήσι

(coloquial) (χυδαίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La pareja se encontró en la casa para un polvo rápido durante su hora de almuerzo.
Το ζευγάρι συναντήθηκε για ένα γρήγορο πήδημα την ώρα του διαλείμματος.

καλός στο κρεβάτι

(coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi nuevo compañero es un muy buen polvo.
Ο καινούριος γκόμενός μου είναι πολύ καλός στο κρεβάτι.

σκόνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El anciano había estado buscando pepitas de oro todo el día, pero sólo encontró polvo.

πήδημα

(vulgar) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σεξ

nombre masculino (coloquial)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γλυκό, κοκό

nombre masculino (coloquial) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πήδημα, γαμήσι

(coloquial, vulgar) (χυδαίο, αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Amanda preguntó a Mark si le apetecía echar un polvo.

κομμάτι

(vulgar) (μτφ: ερωτικός/ή παρτενέρ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sí, ella era un buen polvo.
Ναι, είναι καλό κομμάτι.

πήδημα, γαμήσι

(vulgar) (χυδαίο: σεξ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Espero poder echar un polvo esta noche, ando muy caliente.
Ελπίζω να μου κάτσει ένα πήδημα σήμερα, έχω όρεξη.

γκομενάκι

(con mujer) (μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rob es tan inmaduro, solo habla de "conseguir un polvo".
Ο Ρομπ είναι τόσο ανώριμος. Το μόνο για το οποίο μιλάει είναι το «να βρει κανένα γκομενάκι».

σεξ

(vulgar)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

-

(MX, coloquial) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
¿Conseguiste algo de acción anoche?
Γάμησες χτες;

πήδημα, γαμήσι

(AR, vulgar) (αργκό, χυδαίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πήδημα

(vulgar) (υβριστικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Él no la ama; solo quiere una follada.

κονία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γαμιέμαι

(vulgar) (χυδαίο: με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Tenemos tiempo de follar antes de que lleguen?
Έχουμε χρόνο να πηδηχτούμε πριν έρθουν;

κουρασμένος, εξουθενωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
María se sintió rendida después de su primer día enseñando en la guardería.

ψόφιος

(μεταφορικά, ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μελαγχολικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξεκωλωμένος, ξεπατωμένος, ξεθεωμένος, κλαταρισμένος

(αργκό: πολύ κουρασμένος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κουρασμένος, ξεθεωμένος, ξεπατωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Estaba molido después de correr el maratón.

κάλυμμα φακού

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καταπίνω τα λόγια μου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando el álbum de Jessie se convirtió en un éxito, sus críticos se vieron obligados a humillarse.

αλέθω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El viejo molino de usaba para pulverizar trigo en el siglo XIX.
Ο παλιός ανεμόμυλος χρησιμοποιείτο τον δέκατο ένατο αιώνα για να αλέθουν σιτάρι.

που κοιμάται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Estoy muerto!

όνειρο

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Las entradas para el concierto son un tesoro, eres extremadamente afortunado de haber conseguido una.

εκμηδενίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πηδάω, γαμάω

(coloquial) (καθομιλουμένη, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Julie enfureció cuando se enteró de que su marido se había estado tirando a alguien más.

θάβω

(figurado, crítica) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El crítico de arte despedazó la pintura.
Ο κριτικός τέχνης μόλις έθαψε τον πίνακα.

το κάνω

(vulgar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jack y yo pasamos toda la noche follando en vez de ir a la fiesta.
Με τον Τζακ το κάναμε όλο το βράδυ αντί να πάμε στο πάρτυ.

πούδρα

(cosmético)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξαντλημένος

(figurado)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που έχει κουραστεί

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Después de un día de trabajo estoy hecha polvo.

που γαμήθηκε

(vulgar) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Le presté mi bicicleta y cuando me la devolvió estaba hecha mierda.
Της δάνεισα το ποδήλατό μου και όταν μου το επέστρεψε ήταν εντελώς χαλασμένο.

αλεσμένος

locución adjetiva (ανάλογα με το υλικό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El garam masala se hace con especias en polvo y se usa para hacer curries.

έτοιμος να καταρρεύσω, κοντεύω να καταρεύσω

locución adjetiva (informal) (μτφ: εξουθενωμένος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tras pasar toda la noche estudiando para los exámenes, Akiko estaba hecha polvo.

Χους ει και εις χουν απελεύσει

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πισωκολλητό

(ES, vulgar, ofensivo) (χυδαίο: πρωκτικό σεξ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιπέρι καγιέν

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αναβράζουσα σκόνη για αναψυκτικό ή που τρώγεται σκέτη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χωμάτινο γήπεδο τένις

(AR)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El torneo va a jugarse en polvo de ladrillo.

σκόνη σκόρδου

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χρυσόσκονη

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Durante la fiebre del oro de California muchos hombres cribaron los arroyos en busca de polvo de oro.

αποβουτυρωμένο γάλα σε σκόνη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi dieta incluye sólo leche descremada en polvo o líquida.

σφουγγαράκι

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A mi hija le gusta jugar con mi aplicador de polvo para la cara y se empolva entera.

απορρυπαντικό ρούχων, απορρυπαντικό πλυντηρίου

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No puedo lavar la ropa, porque me olvidé de comprar el detergente en polvo.

μπέηκιν-πάουντερ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se dio cuenta de que había olvidado el polvo para hornear cuando sacó el pastel del horno.
Όταν έβγαλε το κέικ από τον φούρνο συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει να βάλει μπέηκιν-πάουντερ.

κάστερ πάουντερ

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κανέλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La receta indica una cucharada de canela en polvo.

αγγελόσκονη

nombre masculino (μτφ: ναρκωτικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El amigo se quedó arriba por usar polvo de ángel.

ταλκ

κακάο

(σε σκόνη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Según la receta, hay que echar 1/4 de taza de cacao en polvo.

γάλα καρύδας σε σκόνη

locución nominal femenina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σκόνη από μουστάκια καλαμποκιού

locución nominal masculina (medicinal) (είδος σκόνης)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σεληνιακή σκόνη

κρεμμύδι σε σκόνη

locución nominal femenina (μαγειρική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επίχρισμα σε σκόνη

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τσίλι σε σκόνη

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

απαλό χιόνι

locución nominal femenina (esquí)

σύννεφο σκόνης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πεθαίνω

locución verbal (eufemismo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξυλοφορτώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεσκονίζω

locución verbal (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεσκονίζω

locución verbal (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tan solo quítale el polvo al coche; no hay tiempo para lavarlo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Απλά ξεσκόνισε το αμάξι, δεν έχουμε χρόνο να το πλύνουμε.

που θυμίζει σκόνη

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El suelo estaba cubierto de nieve en polvo.

Φάε τη σκόνη μου!

(coloquial) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jeff gritó «¡muerde el polvo, idiota!» mientras el tiro ganador pasaba frente a su oponente.

υποκατάστατο κρέμας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ράκος, κουρέλι

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La experiencia lo dejó hecho un trapo, apenas podía funcionar.

χωμάτινο γήπεδο τένις

(AR)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El torneo de Charleston en Carolina del Sur se realiza en canchas de polvo de ladrillo verde.

ξεπέτα

(AR, coloquial) (αργκό, μειωτικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No estaba tan interesado en ella, pero era una fija buena.

τριπολίτης

locución nominal masculina (για στίλβωση μετάλλων)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ρίχνω

(AR, coloquial) (μεταφορικά: ψυχολογικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Αν συνεχίσεις να κατακρίνεις τον Μίχαελ, θα τον ρίξεις.

σε αχρηστία

locución adverbial (CO)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Su moto está cogiendo polvo en el garaje.

φιστικώνω, απαυτώνω

(coloquial) (καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Te le tiraste en la primera cita?

ταλαιπωρημένπος, καταπονημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Bueno doctor, últimamente me vengo sintiendo lánguido y bastante agotado.

καταρρακωμένος, συντετριμμένος

locución adjetiva (informal)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La muerte de su madre la dejó hecha polvo.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του polvo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του polvo

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.