Τι σημαίνει το pousar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pousar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pousar στο πορτογαλικά.
Η λέξη pousar στο πορτογαλικά σημαίνει προσγειώνομαι, προσγειώνω, προσεδαφίζω, κάθομαι, ακουμπώ, στηρίζομαι, κατακάθομαι, προσγειώνομαι, προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι, προσθαλασσώνομαι, προσγειώνομαι με την κοιλιά, προσθαλασσώνω, προσγειώνω κτ με την κοιλιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pousar
προσγειώνομαι(pássaro) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ένα σμήνος ψαρόνια προσγειώθηκε στο καλώδιο του τηλεφώνου. |
προσγειώνω, προσεδαφίζω(avião) (αεροπλάνο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O piloto pousou o avião muito suavemente. Ο πιλότος προσγείωσε (or: προσεδάφισε) το αεροπλάνο πολύ μαλακά. |
κάθομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O beija-flor pousou no galho. |
ακουμπώ, στηρίζομαι(figurado) (σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κατακάθομαι(entrar em repouso) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A poeira assentou nos carros antes do vento soprá-la para dentro. Η σκόνη κατακάθισε στα αυτοκίνητα αφού την πήρε ο αέρας. |
προσγειώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O floco de neve caiu sobre o carro. Η νιφάδα προσγειώθηκε στο αμάξι. |
προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι(αεροπλάνο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O avião aterrissou com segurança. Το αεροπλάνο προσγειώθηκε με ασφάλεια. |
προσθαλασσώνομαι(θάλασσα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Os sistemas do avião estavam falhando e o piloto percebeu que teria que pousar na água. Τα συστήματα του αεροπλάνου δεν ανταποκρίνονταν και ο πιλότος συνειδητοποίησε πως πρέπει να προσθαλασσωθεί (or: να κάνει προσθαλλάσωση). |
προσγειώνομαι με την κοιλιά(informal) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσθαλασσώνω(θάλασσα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O piloto pousou o avião na água e subiu na jangada. Ο πιλότος προσθαλάσσωσε το αεροπλάνο και μπήκε στη λέμβο του. |
προσγειώνω κτ με την κοιλιά(informal) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pousar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του pousar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.