Τι σημαίνει το première στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης première στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του première στο Γαλλικά.

Η λέξη première στο Γαλλικά σημαίνει πρώτος, πρώτος, πρώτος, πρώτος, πρώτος, βασικός, αρχικός, πρώτος, πρώτος, πρώτος, πρώτος, πρώτος, πρώτος, οι τρεις πρώτοι επιθετικοί μπάτερ, αρχικός, κύριος, πρώτος, πρώτος, ύψιστος, πρώτος, μεγαλύτερος, προηγούμενος, αρχικός, πρεμιέρα, πρώτος, επόμενος, αρχικός, πρώτος, πρώιμος, προπορευόμενος, στις πρώτες 9 τρύπες, πρώτος, πρώτος, πρώτος, παρθενικός, μπροστά, κορυφαίος, αρχικός, πρώτος, πρώτος, πρωτεύων, αρχέγονος, πρώτη, η πρώτη, πρεμιέρα, πρεμιέρα, δευτέρα λυκείου, επένδυση υποδήματος, νύχτα πρεμιέρας, πρεμιέρα, ενδέκατη τάξη, μικρός, μικρότερος, εκλεκτός, άριστος, πρώτα, πρώτος αριθμός, πρώτης διαλογής προϊόν, πρώτης ποιότητας, αρχικά, σκαρίφημα, σκίτσο, σπουδαιότητα, άψογος, εξαιρετικός, εξαίρετος, όροφος, μπροστά, σκιτσάρω, φτηνός, φθηνός, οικονομικός, καλύτερος, κορυφαίος, πρώτης ποιότητας, κορυφαίος, νικητής, νικήτρια, κορυφαίας ποιότητας, ύψιστης ποιότητας, άριστης ποιότητας, πρωθυπουργικός, που αναφέρεται πρώτος, εμφανώς, με την πρώτη ματιά, αμέσως, ακαριαία, πρώτα και κύρια, πρωταρχικά, πρωτοπόρος, πάνω πάνω, κατά πρώτον, αρχικά, στην αρχή, με προτεραιότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης première

πρώτος

adjectif (spectacle)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle est la première clarinette de l'orchestre.
Είναι το πρώτο κλαρινέτο της ορχήστρας.

πρώτος

nom masculin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le compositeur a fait en sorte que les seconds violons se détachent des premiers.
Ο συνθέτης επεδίωξε τα δεύτερα βιολιά να έρχονται σε αντίθεση με τα πρώτα βιολιά της ορχήστρας.

πρώτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pour beaucoup de gens, Ronaldo serait le premier sur la liste des meilleurs footballeurs du monde. J'ai préféré la première chanson.
Για πολλούς ο Ρονάλντο θα ήταν πρώτος στη λίστα με τους καλύτερους ποδοσφαιριστές του κόσμου. Το πρώτο τραγούδι μου άρεσε περισσότερο.

πρώτος

(gagnant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle est arrivée première au concours d'orthographe. L'équipe est actuellement première de la ligue.
Βγήκε πρώτη στον διαγωνισμό ορθογραφίας.

πρώτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous étions assis au premier rang.
Καθίσαμε στην πρώτη σειρά καθισμάτων.

βασικός, αρχικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η βασική πηγή αυτών των προβλημάτων είναι η απροθυμία της Πώλα να συμβιβαστεί.

πρώτος

adjectif (Mathématiques : nombre) (μαθηματικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un nombre qui est premier est un nombre qui ne peut être divisé de façon égale que par 1 ou par lui-même.
Ένας πρώτος αριθμός μπορεί να διαιρεθεί χωρίς υπόλοιπο μόνο με το 1 ή με τον εαυτό του.

πρώτος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les gens sont notre première priorité.
Βασική προτεραιότητά μας είναι οι άνθρωποι.

πρώτος

(rang)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρώτος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Je préfère le premier au second.
Προτιμώ το πρώτο από το δεύτερο.

πρώτος

adjectif (Base-ball)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il n'a même pas dépassé la première base.
Δεν κατάφερε να περάσει ούτε μέχρι την πρώτη βάση.

πρώτος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Elle est toujours la première dans tous les concours.
Είναι πάντα πρώτη σε όλους τους διαγωνισμούς.

οι τρεις πρώτοι επιθετικοί μπάτερ

adjectif (μπέιζμπολ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Steve est à la batte dans les premiers joueurs.
Ο Στιβ ανήκει στους τρεις πρώτους επιθετικούς μπάτερ της ομάδας του.

αρχικός, κύριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La raison principale de cette démarche est d'aider d'autres gens.
Ο αρχικός (or: κύριος) λόγος για να το κάνουμε αυτό είναι για να βοηθήσουμε άλλους ανθρώπους.

πρώτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est passé le premier, et tous les autres ont suivi.
Πρώτος βγήκε αυτός από την πόρτα και μετά ακολούθησαν οι υπόλοιποι.

πρώτος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La première de la pièce de théâtre a lieu aujourd'hui.

ύψιστος, πρώτος, μεγαλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La sécurité des enfants est notre souci premier.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η ασφάλεια των παιδιών είναι η σημαντικότερη ανησυχία μας. Αυτό το θέμα είναι υψίστης σημασίας.

προηγούμενος

adjectif

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Ma première pensée, ce matin, fut qu'elle avait tort, mais j'ai changé d'avis maintenant.

αρχικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous avons terminé la première phase du projet et espérons passer à la prochaine étape bientôt.
Έχουμε ολοκληρώσει την αρχική φάση του πρότζεκτ και ελπίζουμε να ξεκινήσουμε σύντομα τη δεύτερη φάση.

πρεμιέρα

adjectif (πρώτη παράσταση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ils ont interviewé l'auteur au sujet de son premier roman.

πρώτος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επόμενος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La première chose à faire après le ramassage du bois est de tout mettre dans un endroit sec.
Το επόμενο πράγμα που πρέπει να κάνουμε αφού μαζέψουμε ξύλα για τη φωτιά, είναι να τα βάλουμε σε ένα στεγνό μέρος.

αρχικός, πρώτος, πρώιμος

adjectif (stade)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je n'en suis qu'aux premiers stades de ma guérison.
Είμαι ακόμα στα πρώτα στάδια της ανάρρωσής μου.

προπορευόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Qui est le premier coureur ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο προπορευόμενος δρομέας κοντεύει να φτάσει στη γραμμή του τερματισμού.

στις πρώτες 9 τρύπες

adjectif (Golf : trou)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il a très bien joué sur les neufs premiers trous.

πρώτος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le premier sujet à l'ordre du jour allait être difficile à résoudre.

πρώτος

adjectif (Musique)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le premier clarinettiste soliste de l'orchestre philharmonique est un excellent musicien.

πρώτος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παρθενικός

adjectif (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'expédition fut le premier voyage du navire.

μπροστά

adjectif

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sylvia plongea tête première dans la boue.

κορυφαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le professeur est un éminent spécialiste dans ce domaine.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι εξέχων επιστήμονας και όλοι τον σέβονται ιδιαιτέρως.

αρχικός, πρώτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Après s'être remis du choc initial, Ben était heureux de savoir qu'il serait père.
Αφού ξεπέρασε το πρώτο σοκ, ο Μπεν χάρηκε που θα γινόταν πατέρας.

πρώτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il était en tête de sa classe à Harvard.

πρωτεύων

adjectif

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
La sécurité des enfants est notre préoccupation principale.

αρχέγονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le scientifique fit des recherches sur les époques primitives avant l'apparition de la vie sur terre.

πρώτη

adjectif (Automobile : vitesse)

Passe la première vitesse (or: la première) dans les montées raides.
Βάλε πρώτη όταν ο δρόμος είναι ανηφορικός.

η πρώτη

nom féminin (symphonie)

πρεμιέρα

nom féminin (Théâtre, Cinéma)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Deux de ses stars sont venues à l'avant-première du film.
Δυο από τους αστέρες ήρθαν στην πρεμιέρα της ταινίας.

πρεμιέρα

nom féminin (spectacle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La première de la pièce a eu lieu hier.

δευτέρα λυκείου

nom féminin (France : 16-17 ans)

Cette année, Caroline entre en première.

επένδυση υποδήματος

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Ces escarpins sont doublés d'une première en cuir.

νύχτα πρεμιέρας

nom féminin (Théâtre)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρεμιέρα

nom féminin (Théâtre, Cinéma)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Plusieurs stars ont assisté à la première du film.

ενδέκατη τάξη

nom féminin (France, Scolaire) (σύστημα ΗΠΑ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μικρός, μικρότερος

adjectif (vitesse)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous avons passé la première (or: deuxième) vitesse pour grimper la colline.
Βάλαμε μικρότερη ταχύτητα στο αμάξι, για να καταφέρει να ανέβει τον λόφο.

εκλεκτός, άριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο κρεοπώλης έδωσε στον Τομ ένα εκλεκτό κομμάτι μοσχάρι. Αυτό είναι ένα εξαιρετικό κομμάτι γης. Είναι καλή επένδυση.

πρώτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ce qu'il faut faire avant tout, c'est trouver un hôtel.
Αυτό που πρέπει να κάνουμε πρωτίστως, είναι να βρούμε ένα μέρος να μείνουμε.

πρώτος αριθμός

nom masculin (μαθηματικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Les nombres premiers ne peuvent être divisés que par eux-mêmes et un.
Οι πρώτοι αριθμοί διαιρούνται μόνο με τον εαυτό τους και το 1.

πρώτης διαλογής προϊόν

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Nous vendons le premier choix plus cher que le deuxième.
Πουλάμε τα πρώτης διαλογής προϊόντα σε ελαφρώς υψηλότερες τιμές απ' ότι τα δεύτερης διαλογής.

πρώτης ποιότητας

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

αρχικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Initialement, j'ai pensé que c’était un détective privé.
Αρχικά νόμισα ότι ήταν ιδιωτική ερευνήτρια.

σκαρίφημα, σκίτσο

(dessin)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Certains peintres feront de nombreuses esquisses avant le tableau définitif.
Ορισμένοι ζωγράφοι φτιάχνουν πολλά προσχέδια πριν ξεκινήσουν το τελικό έργο.

σπουδαιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Son importance auprès de ses collègues est largement reconnue.

άψογος, εξαιρετικός, εξαίρετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le patron était déçu de voir Patricia partir car elle avait fait de l'excellent travail durant son séjour au sein de l'entreprise.

όροφος

(κτίριο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
J'habite au premier (or: au premier étage).
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτό το κτίριο έχει πέντε πατώματα.

μπροστά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vous viendrez devant quand j'appellerai votre nom

σκιτσάρω

(dessin)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il esquisse toujours rapidement quelque chose avant de créer ses plans définitifs.

φτηνός, φθηνός, οικονομικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les éponges bon marché ont tendance à s'user beaucoup plus vite.
Τα φτηνά σφουγγάρια φθείρονται πολύ γρηγορότερα.

καλύτερος

(ποιοτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est la meilleure farine qui soit pour faire du pain.

κορυφαίος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ma femme a été un soutien de premier ordre dans ma carrière. Nous recevons toujours un service de premier ordre dans cet hôtel.

πρώτης ποιότητας

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κορυφαίος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νικητής, νικήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

κορυφαίας ποιότητας, ύψιστης ποιότητας, άριστης ποιότητας

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πρωθυπουργικός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που αναφέρεται πρώτος

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμφανώς

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με την πρώτη ματιά, αμέσως, ακαριαία

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
À première vue, la ville paraissait ennuyeuse.

πρώτα και κύρια, πρωταρχικά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tout d'abord, relisons le compte-rendu de la dernière réunion.
Πρώτα και κύρια ας ελέγξουμε τα πρακτικά της συνεδρίασης της περασμένης βδομάδας.

πρωτοπόρος

locution adverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάνω πάνω

(μεταφορικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

κατά πρώτον

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
- Pourquoi tu ne l'aimes pas ? - Tout d'abord, il ne se lave pas.
Γιατί δεν μου αρέσει; Λοιπόν, καταρχάς δεν πλένεται.

αρχικά, στην αρχή

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
À première vue, c'était un bon plan au premier abord, mais ensuite nous avons vu qu'il ne marchait pas.

με προτεραιότητα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Au buffet de l'hôtel, on applique le principe du premier arrivé, premier servi alors si tu veux quelque chose de bon, tu ferais mieux d'arriver tôt.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του première στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του première

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.