Τι σημαίνει το présentateur στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης présentateur στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του présentateur στο Γαλλικά.

Η λέξη présentateur στο Γαλλικά σημαίνει παρουσιαστής, παρουσιαστής, αυτός που προτείνει κτ, αυτός που κάνει μια πρόταση, παρουσιαστής, παρουσιάστρια, παρουσιαστής, κεντρικός παρουσιαστής, κεντρική παρουσιάστρια, κεντρικός παρουσιαστής, κεντρική παρουσιάστρια, παρουσιαστής, εκφωνητής, παρουσιαστής, παρουσιαστής/οικοδεσπότης μιας εκδήλωσης, παρουσιαστής, παρουσιάστρια, αυτός που ανακοινώνει κτ, μετεωρολόγος, παρουσιαστής δελτίου ειδήσεων, παρουσιαστής δελτίου ειδήσεων, σπορτσκάστερ, σπορτκάστερ, παρουσιαστής δελτίου καιρού, παρουσιάστρια δελτίου καιρού, μετεωρολόγος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης présentateur

παρουσιαστής

(TV, Radio) (τηλεόραση, ραδιόφωνο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le présentateur n'est pas venu alors le producteur l'a remplacé.
Η παρουσιάστρια δεν εμφανίστηκε κι έτσι ο παραγωγός την αντικατέστησε.

παρουσιαστής

nom masculin (des informations)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le présentateur a prévenu les téléspectateurs qu'ils pourraient trouver les images du reportage perturbantes.

αυτός που προτείνει κτ, αυτός που κάνει μια πρόταση

nom masculin (d'un candidat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρουσιαστής, παρουσιάστρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Le programme des informations locales a une nouvelle présentatrice.
Το τοπικό πρόγραμμα ειδήσεων έχει νέα παρουσιάστρια.

παρουσιαστής

(θέαμα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κεντρικός παρουσιαστής, κεντρική παρουσιάστρια

κεντρικός παρουσιαστής, κεντρική παρουσιάστρια

(des informations)

Maria est la présentatrice du journal de six heures.

παρουσιαστής, εκφωνητής

(στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il est présentateur quasiment depuis que la télé a été inventée !
Είναι παρουσιαστής σχεδόν από τότε που εφευρέθηκε η τηλεόραση.

παρουσιαστής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παρουσιαστής/οικοδεσπότης μιας εκδήλωσης

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Le maître de cérémonie a présenté le premier conférencier.

παρουσιαστής, παρουσιάστρια

(TV) (τηλεοπτική εκπομπή)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
L'animateur de cette émission est un acteur célèbre.
Ο παρουσιαστής της εκπομπής είναι ένας διάσημος ηθοποιός.

αυτός που ανακοινώνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μετεωρολόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παρουσιαστής δελτίου ειδήσεων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρουσιαστής δελτίου ειδήσεων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπορτσκάστερ, σπορτκάστερ

παρουσιαστής δελτίου καιρού, παρουσιάστρια δελτίου καιρού

μετεωρολόγος

(assez familier)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Le présentateur météo se trompe quasiment tout le temps alors prends ton parapluie.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του présentateur στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του présentateur

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.