Τι σημαίνει το présente στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης présente στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του présente στο Γαλλικά.

Η λέξη présente στο Γαλλικά σημαίνει ενεστώτας, παρών, τρέχων, παρών, που τριγυρίζει, δώρο, παρών, εδώ και τώρα, παρούσα κατάσταση, ενεστώτας, παρευρισκόμενος, υπάρχων, δώρο, παρευρισκόμενος, γίνομαι, συμβαίνω, προβεβλημένος, αναδεικνυόμενος, εμφανιζόμενος, συστήνω, παρουσιάζω, παρουσιάζω, εκθέτω, παρουσιάζω, παρουσιάζω, προσκομίζω, περιγράφω, παρουσιάζω, προβάλλω, γνωρίζω, προβάλλω, προβάλλω, διατυπώνω, υποβάλλω, κατεβάζω υποψήφιο, υποβάλλω, υποστηρίζω, υποβάλλω, παρουσιάζω, φιλοξενώ την αβάν πρεμιέρ, υποβάλλω, εκθέτω, εκδίδω, επιδεικνύω, παραθέτω, προσκομίζω, φέρω, προσφέρω, κάνω παρουσίαση, εκτελώ χρέη παρουσιαστή, παρουσιάζω εκδήλωση, δείχνω, παρουσιάζω, διαφημίζω, παρουσιάζω, παρόν, παραβρίσκομαι σε κτ, γερούνδιο, έχω, που υπάρχει πάντα, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι σήμερα, μην, μη, δεν μπορώ, δεν, θα, δεν είμαι, έχω, δεν πρέπει, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, -, δεν θα έπρεπε, θα, εν τω μεταξύ, στο μεταξύ, άδραξε τη μέρα, μετοχή ενεστώτα, παρακείμενος, συμβολικό δώρο, το σήμερα, ενεστώτας, εξακολουθητικός ενεστώτας, κουμπάρος, κουμπάρα, παρακείμενος, θα προτιμούσα, δεν μπορώ, θα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης présente

ενεστώτας

nom masculin (Grammaire) (γραμματική: χρόνος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ce paragraphe est au passé, mais ce paragraphe-là est entièrement au présent.

παρών

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Le directeur de l'entreprise a remercié tous ceux qui étaient présents d'avoir fait de la conférence un succès.

τρέχων, παρών

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Την παρούσα στιγμή δεν χρειαζόμαστε τίποτα.

που τριγυρίζει

adjectif (à l'esprit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δώρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le cadeau d'anniversaire était exactement ce qu'elle voulait.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Του έφερε πεσκέσι σπιτική πίτα.

παρών

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εδώ και τώρα, παρούσα κατάσταση

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Arrête de t'inquiéter pour l'avenir : vis pour le présent !

ενεστώτας

nom masculin (Grammaire) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παρευρισκόμενος

adjectif

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Le public présent attendait nerveusement l'arrivée des rockeurs sur scène.
Οι παρευρισκόμενοι περίμεναν με ανυπομονησία να εμφανιστεί στη σκηνή το ροκ συγκρότημα.

υπάρχων

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

δώρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il lui a donné un pull comme cadeau d'anniversaire. Clive a acheté un vélo comme cadeau pour son fils.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Της χάρισε ένα πουλόβερ σαν δώρο γενεθλίων.

παρευρισκόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

γίνομαι, συμβαίνω

(se produire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le festival cinématographique est présenté toute la semaine.

προβεβλημένος, αναδεικνυόμενος, εμφανιζόμενος

(προβολή)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

συστήνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Papa, permets-moi de te présenter mon patron, M. Smith.
Μπαμπά, επίτρεψέ μου να σου συστήσω το αφεντικό μου, τον κύριο Σμιθ.

παρουσιάζω

verbe transitif (une pièce de théâtre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρουσιάζω, εκθέτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le musée prévoit de présenter la nouvelle statue dans le cadre d'une prochaine exposition.

παρουσιάζω

verbe transitif (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a présenté son plan pour augmenter les ventes à ses collègues.

παρουσιάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Permettez-moi de vous présenter ce que j'ai trouvé.

προσκομίζω

verbe transitif (une facture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le vendeur présente sa facture chaque semaine.

περιγράφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dans son autobiographie, il présente l'histoire de sa vie.
Στην αυτοβιογραφία του περιγράφει την ιστορία της ζωής του.

παρουσιάζω, προβάλλω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'exposition présentera le travail d'artistes locaux.
Στην έκθεση θα παρουσιαστεί το έργο ντόπιων καλλιτεχνών.

γνωρίζω

verbe transitif (changement de sujet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aimerais te présenter mon ami James.
Θα ήθελα να σου συστήσω (or: γνωρίσω) τον φίλο μου, τον Τζέιμς.

προβάλλω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le magazine la présentait en première page (or: Elle était en première page du journal).
Το περιοδικό την πρόβαλε στην πρώτη σελίδα.

προβάλλω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le magazine présente le top 10 des restaurants britanniques dans son numéro de juillet.
Το περιοδικό παρουσιάζει τα δέκα καλύτερα εστιατόρια της Βρετανίας στο τεύχος του Ιουλίου.

διατυπώνω

verbe transitif (officiellement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le président a présenté clairement sa politique.
Ο πρόεδρος διατύπωσε την πολιτική με ξεκάθαρους όρους.

υποβάλλω

verbe transitif (ses respects) (τα σέβη μου σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il présenta ses respects au Roi.
Υπέβαλε τα σέβη του στο βασιλιά.

κατεβάζω υποψήφιο

verbe transitif (élections : soutenir un candidat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le parti voulait la présenter pour un siège au sénat.
Το κόμμα ήθελε να την κατεβάσει υποψήφια για μια θέση στη γερουσία.

υποβάλλω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle présenta une offre pour l'achat du commerce.
Υπέβαλε προσφορά, για να αγοράσει την εταιρεία.

υποστηρίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le sénateur présente le projet de loi.

υποβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le jeune homme a présenté ses remerciements à la famille pour leur gentillesse.

παρουσιάζω

verbe transitif (εκπομπή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Della présente les informations du soir sur cette station.

φιλοξενώ την αβάν πρεμιέρ

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il soumit le formulaire d'inscription au docteur.
Υπέβαλε τη φόρμα εγγραφής στο γιατρό.

εκθέτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκδίδω

(dans un magazine,...) (δημοσιεύω, επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Εξέδωσε απολογία για τα σχόλιά του.

επιδεικνύω

(soutenu : montrer) (παρουσιάζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après avoir caché son travail pendant des mois, il l'a finalement produit en public.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έδειξε το διαβατήριό του για έλεγχο.

παραθέτω, προσκομίζω, φέρω

verbe transitif (des preuves)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσφέρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω παρουσίαση, εκτελώ χρέη παρουσιαστή

verbe transitif (πχ για απονομή βραβείων)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρουσιάζω εκδήλωση

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δείχνω, παρουσιάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le nouveau modèle de cet ordinateur a plus de mémoire et un processeur plus rapide.
Το νέο μοντέλο του υπολογιστή διαθέτει μεγαλύτερη μνήμη και πιο γρήγορο επεξεργαστή.

διαφημίζω

verbe transitif (ως κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le groupe était annoncé comme étant les nouveaux Beatles.

παρουσιάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il présentait (or: manifestait) tous les symptômes de la dépression.
Παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα της κατάθλιψης.

παρόν

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cesse de t'inquiéter pour ton avenir et focalise-toi sur le présent.
Προσπάθησε να μην ανησυχείς για το αύριο και περιόρισε τις σκέψεις σου στο παρόν.

παραβρίσκομαι σε κτ

locution verbale

Il est essentiel que toute l'équipe soit présente à la réunion.

γερούνδιο

(Grammaire latine, anglaise,...) (γραμματική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les gérondifs anglais comme « thinking » et « stopping » peuvent être sujets ou COD.

έχω

(pour former le passé)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Nos avons gagné la course.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχω χάσει τα κλειδιά μου.

που υπάρχει πάντα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μέχρι σήμερα

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μην, μη

(négation dans une phrase)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Ne m'interromps pas quand je parle, s'il te plaît.
Μη με διακόπτεις όταν μιλάω σε παρακαλώ.

δεν μπορώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je ne peux pas entendre la sonnette lorsque je suis dans la salle du fond.
Όταν είμαι στο πίσω δωμάτιο δεν μπορώ να ακούσω το κουδούνι.

δεν

(négation)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Il n'habite pas à cette adresse en hiver.
Δεν μένει σ' αυτή τη διεύθυνση τον χειμώνα.

θα

verbe intransitif

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Qui va payer les factures quand tu seras parti ?
Ποιος θα πληρώνει τους λογαριασμούς όσο θα λείπεις;

δεν είμαι

Δεν είμαι ψεύτης, σου λέω την αλήθεια!

έχω

(auxiliaire, possession)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai trop mangé.

δεν πρέπει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(au présent : possession,…) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

Περιμέναμε τουλάχιστον μισή ώρα.

-

verbe intransitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Tu ne devrais pas parler ainsi à ton professeur, c'est malpoli.
Δεν πρέπει να λες τέτοια πράγματα στον δάσκαλό σου. Είναι αγένεια.

δεν θα έπρεπε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je ne devrais pas dire ça, mais la nouvelle copine de mon père est horrible.

θα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Je vais aller manger une glace ce soir.

εν τω μεταξύ, στο μεταξύ

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

άδραξε τη μέρα

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
« Profite du moment présent » est une traduction du latin « Carpe Diem ». Mon père me disait toujours : « Profite du moment présent, tu ne seras pas jeune toute ta vie ! ».
«Άδραξε τη μέρα» είναι η μετάφραση του Λατινικού «Carpe diem». // Ο μπαμπάς μου πάντα μου έλεγε «Άδραξε τη μέρα, δεν θα είσαι για πάντα νέος!»

μετοχή ενεστώτα

nom masculin (γραμματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παρακείμενος

(conjugaison anglaise) (γραμματική, χρόνος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συμβολικό δώρο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

το σήμερα

nom masculin

L'historien ne s'intéressait qu'au passé et n'était pas du tout en phase avec le présent.

ενεστώτας

(grammaire anglaise) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le présent est l'un des premiers temps que l'on enseigne aux élèves qui apprennent l'anglais.

εξακολουθητικός ενεστώτας

nom masculin (Grammaire anglaise,...)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
"I am writing a sentence" est un exemple de phrase au présent progressif.
«Ι am writing a sentence» είναι ένα παράδειγμα πρότασης σε εξακολουθητικό ενεστώτα.

κουμπάρος, κουμπάρα

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

παρακείμενος

(conjugaison anglaise)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le present perfect est utilisé pour les situations qui commencent dans le passé et continuent jusqu'au présent.
Ο παρακείμενος χρησιμοποιείται για πράξεις που ξεκίνησαν στο παρελθόν και συνεχίζονται μέχρι το παρόν.

θα προτιμούσα

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν μπορώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tim ne peut pas aller au pique-nique samedi.
Ο Τιμ δεν μπορεί να πάει στο πικνίκ το Σάββατο.

θα

(avec « nous » ou « on »)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
On va au cinéma ce soir ?
Να πάμε σινεμά απόψε;

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του présente στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του présente

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.