Τι σημαίνει το put out στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης put out στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του put out στο Αγγλικά.

Η λέξη put out στο Αγγλικά σημαίνει σβήνω, σβήνω, βάζω σε κόπο, ταλαιπωρώ, ξεβολεύω, πηδιέμαι, γαμιέμαι, στενοχωρημένος, στενοχωρημένος, κάνω νάρκωση, απλώνω, τεντώνω, εκδίδω, αποκλεισμός παίκτη, μαζεύω γνώμες, μαζεύω απόψεις, θέτω εκτός ενεργού δραστηριότητας, βγάζω σε βοσκή, σαλπάρω, αποπλέω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης put out

σβήνω

phrasal verb, transitive, separable (fire: extinguish) (φωτιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quickly! Someone please put out the fire!
Γρήγορα! Κάποιος να σβήσει τη φωτιά.

σβήνω

phrasal verb, transitive, separable (light: switch off)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I put out the light and within moments, I was fast asleep.
Έσβησα το φως και μέσα σε λίγα λεπτά κοιμόμουνα βαριά.

βάζω σε κόπο, ταλαιπωρώ, ξεβολεύω

phrasal verb, transitive, separable (informal (inconvenience)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need a lift to the station, but I wouldn't want to put you out.
Χρειάζεται να με πετάξει κάποιος ως το σταθμό αλλά δεν θέλω να σε βάλω σε κόπο.

πηδιέμαι, γαμιέμαι

phrasal verb, intransitive (US, vulgar (woman: have sex) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you expect me to put out on a first date, you can think again!
Αν νομίζεις ότι θα πηδηχτώ από το πρώτο ραντεβού, γελιέσαι!

στενοχωρημένος

adjective (informal (aggrieved)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mia felt put out when Shaun forgot to call her.

στενοχωρημένος

expression (informal (aggrieved)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
They were extremely put out at not being allowed to sit together.
Ήταν πολύ στεναχωρημένοι που δεν τους επέτρεψαν να καθίσουν μαζί.

κάνω νάρκωση

verbal expression (make unconscious for surgery)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απλώνω, τεντώνω

phrasal verb, transitive, separable (body part: extend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim put his hand out for Karen to shake. I put my left leg out to show the doctor the strange growth.
Ο Τζιμ έδωσε στην Κάρεν το χέρι του για να κάνουν χειραψία. Τέντωσα το αριστερό μου πόδι, για να δείξω στον γιατρό το παράξενο εξόγκωμα.

εκδίδω

phrasal verb, transitive, separable (publish, issue)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They put out a new issue of the magazine every 5th of the month.

αποκλεισμός παίκτη

noun (baseball play) (μπέιζμπολ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μαζεύω γνώμες, μαζεύω απόψεις

verbal expression (figurative (solicit opinions or information)

I have already put out feelers to get an idea of who might be an ally in this matter.

θέτω εκτός ενεργού δραστηριότητας

transitive verb (figurative (retire: [sb] or [sth] obsolete) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγάζω σε βοσκή

transitive verb (literal (cattle: leave to graze)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's wait until the weather warms up before we put the herd out to pasture.

σαλπάρω, αποπλέω

verbal expression (leave land, embark)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We put out to sea expecting an easy voyage, but the storm quickly forced us back to port.
Σαλπάραμε με την προσδοκία ενός εύκολου ταξιδιού, αλλά η καταιγίδα μας ανάγκασε να γυρίσουμε γρήγορα στο λιμάνι.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του put out στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.