Τι σημαίνει το put down στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης put down στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του put down στο Αγγλικά.
Η λέξη put down στο Αγγλικά σημαίνει αφήνω, ακουμπώ, ταπεινώνω, εξευτελίζω, κάνω ευθανασία, σημειώνω, γράφω, λογαριάζω, υπολογίζω, αποδίδω κτ, προσβολή, θεωρώ κπ/κτ ως κτ, αποδίδω, βγάζω ρίζες, ριζώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης put down
αφήνω, ακουμπώ(place on surface) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Patsy put her pens down on the desk. The child's mother put him down and he ran off to play on the swings. Η Πάτσι ακούμπησε τα στιλό της στο γραφείο. Η μητέρα του παιδιού το άφησε στο έδαφος κι αυτό έτρεξε να κάνει κούνια. |
ταπεινώνω, εξευτελίζωphrasal verb, transitive, separable (informal (disparage, speak ill of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You shouldn't put him down like that. Δεν έπρεπε να τον εξευτελίσεις έτσι. |
κάνω ευθανασίαphrasal verb, transitive, separable (euphemism (animal: kill as an act of mercy) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The vet had to put our guinea pig down because she was very sick. |
σημειώνω, γράφωphrasal verb, transitive, separable (write, make note of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I will put down that information in my notebook. Θα σημειώσω τις πληροφορίες αυτές στο σημειωματάριό μου. |
λογαριάζω, υπολογίζωphrasal verb, transitive, separable ([sb] promises to contribute [sth]) (κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) So, can I put you down for a $20 donation this month? That's very generous of you. Can I put you down for £1,000? Λοιπόν, μπορώ να σε υπολογίσω για μια δωρεά των είκοσι ευρώ αυτό τον μήνα; Αυτό είναι πολύ γενναιόδωρο εκ μέρους σου. Μπορώ να σε υπολογίσω για 1.000 λίρες; |
αποδίδω κτverbal expression (UK, informal (consider as reason) (σε κάτι άλλο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sharon never speaks to me; I put it down to shyness. |
προσβολήnoun (informal (insult, disparaging remark) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θεωρώ κπ/κτ ως κτphrasal verb, transitive, separable (consider [sb/sth] to be [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποδίδωphrasal verb, transitive, inseparable (ascribe to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζω ρίζες, ριζώνωverbal expression (settle: in a place) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After years of wandering, we've finally put down roots in this area. Μετά από χρόνια περιπλάνησης τελικά ριζώσαμε σε αυτήν την περιοχή. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του put down στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του put down
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.