Τι σημαίνει το put on στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης put on στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του put on στο Αγγλικά.

Η λέξη put on στο Αγγλικά σημαίνει φοράω, φορώ, ανάβω, βάζω, ανεβάζω, βάζω, παίρνω, παίρνω, υποκρίνομαι, προσποιούμαι, προσποιητός, ψεύτικος, κόλπο, βάζω, τοποθετώ, ακουμπάω, βάζω, θέτω, δικαίωμα πώλησης, αναχωρώ, αποπλέω, βάζω, τοποθετώ, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εκφράζω, διατυπώνω, βάζω, εκτιμώ, υπολογίζω, ποντάρω, -, βάζω, ρωτάω, ρωτώ, επιβάλλω, βάζω, φέρνω σε επαφή, πληροφορώ, ενημερώνω, δείχνω θάρρος, επιδεικνύω θάρρος, δίνω παράσταση, ανεβάζω μια παράσταση, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, κοκορεύομαι, μεγαλοπιάνομαι, προσποιούμαι, εκθέτω, παρουσιάζω, βάζω στη αναμονή, βάφομαι, μακιγιάρομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης put on

φοράω, φορώ

phrasal verb, transitive, separable (clothing: wear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She put on a pretty dress to wear to the party.

ανάβω

phrasal verb, transitive, separable (lights, stove, etc.: switch on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Put the lights on, will you? It's getting dark.
Θα ανάψεις τα φώτα; Αρχίζει να σκοτεινιάζει.

βάζω

phrasal verb, transitive, separable (music: set going)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Could you put a CD on? I fancy some music.
Βάζεις κανένα CD; Θα μου άρεσε ν' ακούσω λίγη μουσική.

ανεβάζω

phrasal verb, transitive, separable (exhibition, event, show) (θεατρικό, παράσταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They're putting on a production of Hamlet at the local theatre.
Ανεβάζουν μια παραγωγή του «Άμλετ» στη θεατρική σκηνή της περιοχής.

βάζω, παίρνω

phrasal verb, transitive, separable (mainly UK (weight: gain) (βάρος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Keith has put on 10 lbs since he split from his wife.
Ο Κιθ πήρε 4,5 κιλά από τότε που χώρισε με τη γυναίκα του.

παίρνω

phrasal verb, transitive, separable (facial expression) (ύφος, έκφραση)

My dog always puts on a sad face when he wants food.
Ο σκύλος μου πάντα παίρνει λυπημένο ύφος, όταν θέλει φαγητό.

υποκρίνομαι, προσποιούμαι

phrasal verb, transitive, separable (informal (fake [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He put on an annoying high voice to imitate his sister. The footballer pretended to be injured but he was putting it on, hoping to be awarded a penalty.

προσποιητός, ψεύτικος

adjective (pretended, fake)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κόλπο

noun (informal (trick, hoax)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βάζω

phrasal verb, transitive, separable (provide a service) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The activists are putting on coaches to take protesters to London.
Οι ακτιβιστές βάζουν πούλμαν, για να μεταφέρουν τους διαδηλωτές στο Λονδίνο.

τοποθετώ, ακουμπάω

transitive verb (place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He put his glass on the edge of the table.
Έβαλε το ποτήρι στην άκρη του τραπεζιού.

βάζω

transitive verb (figurative (cause to be)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He put all his affairs in order before leaving for Australia.
Έβαλε σε τάξη όλες τις υποθέσεις του πριν φύγει για την Αυστραλία.

θέτω

transitive verb (phrase, state)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I tell her, I'll put it in a way that won't upset her.
Όταν της το πω, θα το θέσω έτσι ώστε να μην την ταράξω.

δικαίωμα πώλησης

noun (finance: option)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
He placed a put on the stock as insurance against a fall in price.

αναχωρώ, αποπλέω

intransitive verb (vessel, craft: go, move)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The aircraft carrier put to sea with eighty aircraft aboard.

βάζω

transitive verb (insert) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please put the mail in the slot of the mailbox.

τοποθετώ

transitive verb (place in the custody of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The social workers put the child with a foster family.

αναγκάζω κπ να κάνει κτ

transitive verb (drive, force)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The tank corps put the enemy infantry to flight.

εκφράζω, διατυπώνω

transitive verb (phrase, express)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you put that in plain English for me? I don't understand your technical words.
Μπορείς να το πεις με απλά ελληνικά; Δεν καταλαβαίνω την τεχνική ορολογία.

βάζω

transitive verb (assign, attribute) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's put John to work on this task.

εκτιμώ, υπολογίζω

transitive verb (estimate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I would put the cost at around five hundred dollars.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πόσο το κάνεις; Λες να κοστίσει πολλά χρήματα;

ποντάρω

transitive verb (wager)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I think I'll put twenty dollars on this horse. I think she'll win.

-

transitive verb (apply) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
You should put your language skills to use in translating or interpreting.
Θα πρέπει να εφαρμόσεις τις γλωσσικές δεξιότητές σου όταν μεταφράζεις ή κάνεις διερμηνεία.

βάζω

transitive verb (make)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's put an end to this argument.
Ας δώσουμε ένα τέλος σε αυτή τη διαφωνία.

ρωτάω, ρωτώ

transitive verb (pose: a question)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let me put this to you: How did birds evolve?

επιβάλλω

transitive verb (impose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government put a charge on applying for a driving licence.

βάζω

(add) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The shopkeeper put an additional shipping charge on the purchase.

φέρνω σε επαφή

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (put in touch with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A friend of his father's put him on to Mr Smith, and Mr Smith hired him as a printer.
Ένας φίλος του πατέρα του τον έφερε σε επαφή με τον κύριο Σμιθ και ο κύριος Σμιθ τον προσέλαβε ως τυπογράφο.

πληροφορώ, ενημερώνω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (inform about)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω θάρρος, επιδεικνύω θάρρος

verbal expression (informal (endure [sth])

Let's put on a brave face and get on with it.

δίνω παράσταση

verbal expression (perform)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Young children often like to put on a show for their friends.

ανεβάζω μια παράσταση

verbal expression (organize a performance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσποιούμαι, υποκρίνομαι

verbal expression (feign, give impression of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The parents put on a show of unity so as not to worry their children.
Οι γονείς προσποιούνται ότι είναι ενωμένοι, για να μην ανησυχούν τα παιδιά τους.

κοκορεύομαι, μεγαλοπιάνομαι

verbal expression (be pretentious)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fran's country relatives accused her of putting on airs.

προσποιούμαι

verbal expression (behave falsely)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εκθέτω, παρουσιάζω

transitive verb (show off, exhibit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That tight shirt really puts his muscles on display nicely.

βάζω στη αναμονή

transitive verb (phone: keep waiting) (τηλέφωνο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάφομαι, μακιγιάρομαι

verbal expression (apply cosmetics)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
While driving is not a good time to put on makeup.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του put on στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του put on

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.