Τι σημαίνει το put in στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης put in στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του put in στο Αγγλικά.

Η λέξη put in στο Αγγλικά σημαίνει τοποθετώ, βάζω, συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω, εργάζομαι, δουλεύω, σχολιάζω, λέω, υποβάλλω, υποβάλλω αίτηση, υποβάλλω αίτημα, χαλάω τα σχέδια κπ, στηρίζω όλες μου τις ελπίδες σε κάτι, στηρίζω τις ελπίδες μου σε κπ/κτ, προκαλώ μπελάδες σε κπ, λέω μια καλή κουβέντα για κπ/κτ, λέω έναν καλό λόγο για κπ/κτ, βάζω κπ σε δίλημμα, στριμώχνω, κάνω μια εμφάνιση, κάνω ένα πέρασμα, αλυσοδένω, διακινδυνεύω, ρισκάρω, διακινδυνεύω, ρισκάρω, βάζω στην φυλακή, φυλακίζω, διακινδυνεύω, ρισκάρω, θέτω σε κίνηση, βάζω σε λειτουργία, βάζω σε λειτουργία, βάζω κτ σε τάξη, βάζω κτ σε τάξη, βάζω τάξη σε κτ, βλέπω κτ στις σωστές του διαστάσεις, βλέπω κτ στις σωστές του διαστάσεις, θέτω σε εφαρμογή, θέτω σε ισχύ, βάζω κπ στη θέση του, εφαρμόζω, φέρνω κπ σε επαφή με κπ, φέρω κπ σε επαφή με κπ άλλον, κλοτσώ τη μπάλα εκτός αγωνιστικού χώρου, γράφω, καταθέτω χρήματα, βάζω χρήματα σε λογαριασμό, συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω, φέρνω κπ σε δύσκολη θέση, ρίχνω κπ στη στενή, αποτελειώνω, κάνω γκάφα, εμπιστεύομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης put in

τοποθετώ, βάζω

phrasal verb, transitive, separable (insert, place inside)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω

phrasal verb, transitive, separable (contribute)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If we all put in £15, that will cover the bill.
Εάν συνεισφέρουμε όλοι 15 λίρες θα καλύψουμε τον λογαριασμό.

εργάζομαι, δουλεύω

phrasal verb, transitive, separable (informal (work)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I put in 15 hours today.
Σήμερα δούλεψα 15 ώρες.

σχολιάζω, λέω

phrasal verb, transitive, separable (say, make: a comment)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"I've got a better idea," Abi put in.

υποβάλλω

phrasal verb, transitive, separable (submit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've put an application in for that job.
Υπέβαλα αίτηση για αυτή τη δουλειά.

υποβάλλω αίτηση, υποβάλλω αίτημα

phrasal verb, transitive, inseparable (submit request)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Martha put in for 2 weeks of unpaid vacation at work.

χαλάω τα σχέδια κπ

verbal expression (UK, informal, figurative (plan: ruin)

Peter was planning to go away for the weekend, until the boss put a spoke in his wheel by giving him a load of work to get done by Monday morning.

στηρίζω όλες μου τις ελπίδες σε κάτι

verbal expression (proverb (rely on a single plan)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you put all your eggs in one basket you risk losing them all.

στηρίζω τις ελπίδες μου σε κπ/κτ

transitive verb (trust, believe in)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We need to do something now; we can't put faith in their promises of a future solution. As an atheist, I put my faith in the power of the human mind.

προκαλώ μπελάδες σε κπ

verbal expression (informal (make situation difficult)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λέω μια καλή κουβέντα για κπ/κτ, λέω έναν καλό λόγο για κπ/κτ

transitive verb (informal (say [sth] in support of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dad's angry at my big sister; Grandpa's going to put in a good word for her.

βάζω κπ σε δίλημμα

verbal expression (create dilemma)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Your offer has put me in a real quandary.

στριμώχνω

verbal expression (informal (make situation difficult) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jacob's gambling debts have put him in a tight spot financially.

κάνω μια εμφάνιση, κάνω ένα πέρασμα

verbal expression (show up, be present briefly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The boss usually puts in an appearance at the annual employee picnic.

αλυσοδένω

transitive verb (figurative (enslave)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Millions of Africans were put in chains and sent to the New World.

διακινδυνεύω, ρισκάρω

verbal expression (risk the life of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's putting his own life in danger by driving so recklessly. Don't wave those scissors near him; you'll put him in danger.
Διακινδυνεύει την ίδια του τη ζωή οδηγώντας τόσο απερίσκεπτα.

διακινδυνεύω, ρισκάρω

verbal expression (risk the security of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The success of the project has been put in danger by the recent economic downturn.
Η επιτυχία του έργου διακινδυνεύτηκε από την πρόσφατη οικονομική ύφεση.

βάζω στην φυλακή, φυλακίζω

transitive verb (imprison)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διακινδυνεύω, ρισκάρω

verbal expression (endanger)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The politician put his career in jeopardy by having an affair. You may have put his life in jeopardy.
Ο πολιτικός ρίσκαρε την καριέρα του κάνοντας σχέση.

θέτω σε κίνηση, βάζω σε λειτουργία

transitive verb (initiate, set off)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Just say the word and the plan will be put in motion.

βάζω σε λειτουργία

transitive verb (initiate, set off)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It was time to put the plan in operation.

βάζω κτ σε τάξη

verbal expression (arrange correctly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The pages of the manuscript were muddled up so I had to put them in order.

βάζω κτ σε τάξη, βάζω τάξη σε κτ

verbal expression (make correct)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Before he died, my father was careful to put all his affairs in order.

βλέπω κτ στις σωστές του διαστάσεις

transitive verb (make appear proportionate) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The disaster helped me put my problems in perspective.

βλέπω κτ στις σωστές του διαστάσεις

transitive verb (make appear insignificant) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέτω σε εφαρμογή, θέτω σε ισχύ

verbal expression (implement)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The school has put measures in place to ensure no stranger can gain access to the building.
Το σχολείο έθεσε σε εφαρμογή μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι κανείς άγνωστος δεν θα μπορεί να εισέλθει στο κτίριο.

βάζω κπ στη θέση του

verbal expression (figurative (humble)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eleanor's sharp rebuke put Daniel in his place.

εφαρμόζω

verbal expression (carry [sth] out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The new regulations have still to be put into practice. We have worked out the plan, and now it's time to put it into practice.

φέρνω κπ σε επαφή με κπ

verbal expression (informal (connect: with [sb] else)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You've never met Jeff before, but I can put you in touch.

φέρω κπ σε επαφή με κπ άλλον

verbal expression (informal (connect with [sb] else)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You've reached the wrong department, but I can put you in touch with someone who can help you.
Έχετε απευθυνθεί σε λάθος τμήμα. Θα σας φέρω, όμως, σε επαφή με κάποιον που θα σας βοηθήσει.

κλοτσώ τη μπάλα εκτός αγωνιστικού χώρου

verbal expression (rugby ball: kick out of bounds)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She kicked the ball and put it in touch.
Κλότσησε τη μπάλα θέτοντάς την εκτός αγωνιστικού χώρου.

γράφω

transitive verb (make official or binding)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Contracts for the sale of land must be put in writing to be valid.

καταθέτω χρήματα, βάζω χρήματα σε λογαριασμό

verbal expression (deposit a sum: in a bank)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Make sure you put money in before the end of the month.

συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω

verbal expression (make a financial contribution) (χρηματικό ποσό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I put some money in my friend's new business, but I've yet to see any return on my investment.

φέρνω κπ σε δύσκολη θέση

verbal expression (cause [sb] social embarrassment)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Her thoughtless remarks about Janet put us all in an awkward position.
Τα απερίσκεπτα σχόλιά της για την Τζάνετ μας έφεραν όλους σε δύσκολη θέση.

ρίχνω κπ στη στενή

verbal expression (slang (sentence [sb] to prison) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The judge put Elmer in stir for selling drugs on the streetcorner.

αποτελειώνω

verbal expression (figurative, slang (be cruel to [sb] already down) (μεταφορικά: ηθικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω γκάφα

verbal expression (UK, informal, figurative (make an embarrassing blunder) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εμπιστεύομαι

verbal expression (have faith in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can put your trust in me.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του put in στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του put in

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.