Τι σημαίνει το quién στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης quién στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quién στο ισπανικά.

Η λέξη quién στο ισπανικά σημαίνει ποιος, οποίος, όποιος, όποιος, ποιος, άτομο, πρόσωπο, αξιόπιστος, διαθέσιμος, Ποιος είναι;, όποιος, άπιστος, ακατανόητος, γονατιστός, ποιος είναι, ποιοι είναι, όποιος και να, όποιος και αν, Προς κάθε ενδιαφερόμενο, Τις ει;, και;, ποιος να το 'λεγε;, δεν θεωρώ δεδομένο, Έλα!, και τι έγινε;, ποιος νοιάζεται;, ποιος ξέρει;, άντε να βγάλεις άκρη, Κοίτα να δεις!, Ένας Θεός ξέρει!, Τρέχα να σωθείς!, κουβαλητής, κρατικό πρόγραμμα υγειονομικής περίθαλψης για υπέργηρα ή άπορα άτομα, βιβλίο με πληροφορίες για τα άτομα της ελίτ, κύριος εισοδηματίας, Mάντεψε ποιος, μάντεψε τι, ποιου, τίνος, ποιον, δεν έχω δουλειά να κάνω κτ, δεν έχω καμία δουλειά να κάνω κτ, το ρίχνω, αντιμετωπίζω κπ αυστηρά για το καλό του, δοκιμάζω τα όριά μου, τίνος, τι να πεις, η ομορφιά είναι υποκειμενική, κάτοικος ανατολικής συνοικίας, κινούμαι με αέρα, κινούμαι με άνεση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης quién

ποιος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
¿Quién se comió el pan?
Ποιος έφαγε το ψωμί;

οποίος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
La persona que lo rompió no está aquí.
Εκείνοι οι οποίοι το έσπασαν δεν είναι εδώ.

όποιος

pronombre

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Quien cruza la línea final primero gana la carrera.
Αυτός που θα περάσει πρώτος τη γραμμή του τερματισμού θα κερδίσει τον αγώνα.

όποιος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Quien ríe el último ríe mejor.
Γελάει καλύτερα, όποιος γελάει τελευταίος.

ποιος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
¿Quién será quien llama a la puerta?
Ποιος να είναι στην πόρτα;

άτομο, πρόσωπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿De qué persona hablas? ¿De la madre o la hija?
Για ποιο άτομο (or: πρόσωπο) μιλάς; Τη μητέρα ή την κόρη;

αξιόπιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El dueño del negocio tenía suerte de tener empleados confiables que mantuvieran todo funcionando mientras él no estaba.
Ο επιχειρηματίας ήταν τυχερός που είχε αξιόπιστους υπαλλήλους που φρόντιζαν να λειτουργούν όλα ομαλά όσο έλειπε.

διαθέσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ya no quiero esta bolsa de papas fritas: está disponible si alguien la quiere.

Ποιος είναι;

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όποιος

(και αν/να κάνει κτ)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Quienquiera que consiga el puesto de director general, espero que sea respetado por todo el personal.
Όποιος κι αν γίνει ο νέος Διευθύνων Σύμβουλος, ελπίζω ότι το προσωπικό θα τον σεβαστεί.

άπιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nadie necesita amigos desleales.

ακατανόητος

locución adjetiva (coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Por qué Janet sigue con un marido infiel no hay quien lo entienda.

γονατιστός

locución adverbial (figurado) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El déficit de presupuesto significa que debemos acudir como quien pide limosna a países como China para que nos presten billones.
Το έλλειμμα στον προϋπολογισμό σημαίνει ότι θα πρέπει να πέσουμε στα γόνατα και να ζητήσουμε δανεικά ύψους δισεκατομμυρίων από χώρες όπως η Κίνα.

ποιος είναι

(interrogativo) (ερώτηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ποιοι είναι

¿Quién es esa gente de allá?

όποιος και να, όποιος και αν

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sea quien sea el que lo haya dicho, se equivoca.

Προς κάθε ενδιαφερόμενο

(formal) (επίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A quien corresponda, escribo para expresar mi insatisfacción con mi reciente visita a su restaurante.

Τις ει;

expresión (αρχαϊκός τύπος: στρατός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

και;

Sí, ganas más que yo, ¿a quién le importa?

ποιος να το 'λεγε;

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Guau, eso es realmente interesante, ¡quién lo hubiera pensado!

δεν θεωρώ δεδομένο

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No prestes atención a nada de lo que diga: mira quién lo dice.

Έλα!

expresión

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

και τι έγινε;, ποιος νοιάζεται;

locución interjectiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ποιος ξέρει;

locución interjectiva

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Me pregunto por qué dijo esa cosa tan rara. ¡Quién sabe!

άντε να βγάλεις άκρη

locución interjectiva (irónico) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Κοίτα να δεις!

(έκπληξη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Quién lo hubiera dicho? Pedro y Claudia terminaron casándose...

Ένας Θεός ξέρει!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Τρέχα να σωθείς!

(huir)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κουβαλητής

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mi madre era el sostén de la familia; mi padre se quedaba en casa con nosotros, niños.

κρατικό πρόγραμμα υγειονομικής περίθαλψης για υπέργηρα ή άπορα άτομα

(ΗΠΑ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Luisa pidió el seguro médico popular cuando perdió su empleo.

βιβλίο με πληροφορίες για τα άτομα της ελίτ

expresión

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κύριος εισοδηματίας

Mάντεψε ποιος, μάντεψε τι

(παιχνίδι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ποιου, τίνος

locución pronominal

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
¿De quién son éstos?
Ποιανού είναι αυτά;

ποιον

locución pronominal

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
¿A quién viste cuando estuviste allí?
Ποιον είδες όταν ήσουν εκεί;

δεν έχω δουλειά να κάνω κτ, δεν έχω καμία δουλειά να κάνω κτ

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tú no eres quién para decirme lo que tengo que hacer.

το ρίχνω

locución verbal (σε κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντιμετωπίζω κπ αυστηρά για το καλό του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δοκιμάζω τα όριά μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los adolescentes jugaron a cobarde, gallina, manejando sus coches directamente uno contra el otro.

τίνος

locución adjetiva

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
¿De quién son estos guantes?
Ποιανού γάντια είναι αυτά;

τι να πεις

(irónico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η ομορφιά είναι υποκειμενική

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάτοικος ανατολικής συνοικίας

(persona)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κινούμαι με αέρα, κινούμαι με άνεση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Roger entró como si nada en la habitación.
Ο Ρότζερ μπήκε με αέρα στο δωμάτιο σαν να μην έτρεχε τίποτα.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quién στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του quién

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.