Τι σημαίνει το cosa στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cosa στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cosa στο ισπανικά.

Η λέξη cosa στο ισπανικά σημαίνει πράγμα, πράγμα, τίποτα, μαραφέτι, αποτέτοιος, μαραφέτι, μαντζαφλάρι, το πώς το λένε, αντικείμενο, πράγμα, πράγμα, πλευρά, άποψη, διάσταση, αντικείμενο, πράγμα, μαραφέτι, μαραφέτι, πράγματα, άποψη, πλευρά, μικροπράγματα, ράβω, ράβω, συρράπτω, ράβω, ράβω, ράβω, ράψιμο, ράβω, ένθετος, κάτι που μισώ, κάτι που απεχθάνομαι, κάτι, τμηματικός, αποσπασματικός, κάτι, στην αρμοδιότητα σου, που εξαρτάται από εσένα, τέτοιος, ήρεμος, χαλαρός, κάθε άλλο παρά, παραδόξως, περιέργως, βήμα-βήμα, βήμα προς βήμα, το κομμάτι, το καθένα, Τι κάνεις;, το ένα φέρνει το άλλο, τα υπόλοιπα είναι ήδη γνωστά, τίποτα παραπάνω από, τίποτε παραπάνω από, τίποτα περισσότερο από, τίποτε περισσότερο από, όλα στην ώρα τους, να μη σε νοιάζει, κοίτα τη δουλειά σου, δεν σε αφορά, σιγά το πράγμα, σιγά το πράμα, σιγουράκι, σημαντικό θέμα, αδιάφορος, δεν είναι μικρό πράγμα, δεν είναι αστεία υπόθεση, δεν είναι αστείο, δεν είναι να το παίρνεις αψήφιστα, δεν είναι μικρό πράγμα, κάτι άλλο, ασήμαντος, αδιάφορος, κάτι άλλο, κάτι ακόμα, σημαντικό, καίριο σημείο, για παιδιά, παιδικός, περασμένα ξεχασμένα, παράξενο, αλλόκοτο, περίεργο, μυστήριο, τρομερό περιστατικό, ασχημόπραγμα, καταπληκτικό, οτιδήποτε άλλο, περιστροφέας, αυτός που παίρνει, μόνο, αποκλειστικά, οτιδήποτε, οτιδήποτε, ό,τι, κάτι, οτιδήποτε, τίποτα άλλο, πιστεύω οτιδήποτε, πιστεύω το οτιδήποτε, πιστεύω τα πάντα, δεν έχω πολλά να πω, κπ/κτ δεν μου λέει και πολλά, πιάνω κουβέντα, μετατρέπω σε, φάσκω κι αντιφάσκω, αλλιώς, διαφορετικά, μετ' επιφυλάξεως παντός δικαιώματος, οτιδήποτε εκτός, ότι να'ναι, παρελθόν, μεταχειρισμένος, πανεύκολος, για μικρά παιδιά, ασήμαντος, παρείσακτος, φορητός, σαν και, θολώνω τα νερά μεταξύ κτ και κτ, αφηγούμαι χωρίς ειρμό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cosa

πράγμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No estoy seguro de qué es esta cosa.
Δεν ξέρω τι είναι αυτό το πράμα.

πράγμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dime una cosa: ¿tú me amas?
Πες μου ένα πράμα: με αγαπάς;

τίποτα

nombre femenino

Él nunca hizo una sola cosa para ayudarme.
Δεν έκανε ποτέ τίποτα για να με βοηθήσει.

μαραφέτι

(άγνωστη συσκευή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αποτέτοιος

(objeto) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δώσε μου αυτό το πως το λένε να καρφώσω την πόρτα.

μαραφέτι, μαντζαφλάρι

(πράγμα χωρίς όνομα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

το πώς το λένε

(καθομ: άγνωστο πράγμα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντικείμενο, πράγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Había todo tipo de cosas tiradas por el desordenado cuarto.
Διάφορα πράγματα ήταν αφημένα εδώ και εκεί στο ακατάστατο δωμάτιο.

πράγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A ver si puedes quitar esa cosa de la puerta del coche.
Δες αν μπορείς να βγάλεις αυτό το πράγμα από την πόρτα του αυτοκινήτου.

πλευρά, άποψη, διάσταση

(χαρακτηριστικό, στοιχείο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El único aspecto de la vida citadina que Bob odiaba era el ruido.
Η μόνη πλευρά της ζωής στην πόλη που μισούσε ο Μπομπ, ήταν ο θόρυβος.

αντικείμενο, πράγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hay varios objetos tirados en el suelo.
Αρκετά αντικείμενα κείτονται στο πάτωμα.

μαραφέτι

(ES) (καθομ: συσκευή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαραφέτι

(ES) (καθομ: συσκευή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πράγματα

(coloquial)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Hay algunos chismes más en ese cuarto.
Υπάρχουν μερικά άλλα πράγματα σε εκείνο το δωμάτιο.

άποψη, πλευρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
De algún modo coincido contigo.

μικροπράγματα

(μόνο πληθυντικός)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Las pequeñas cosas de la vida son importantes; tómense tiempo para detenerse y oler las flores.

ράβω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tengo que coser este roto de mis pantalones.

ράβω, συρράπτω

verbo transitivo (coloquial) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El médico me cosió la herida muy rápido.

ράβω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim está cosiendo unas cortinas para la ventana del salón.
Ο Τιμ ράβει κουρτίνες για το παράθυρο του σαλονιού.

ράβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella misma cose todos los vestidos que usan sus hijas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Μαίρη έραψε ένα κοστούμι από το υλικό.

ράβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Glenn le cosió el dobladillo a los pantalones.
Η Γκλεν έραψε τον ποδόγυρο του παντελονιού.

ράψιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A Marilyn le encanta la costura.
Στη Μέριλιν αρέσει το ράψιμο.

ράβω

(afición)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
En invierno, a Daphne le gusta sentarse y hacer costura cerca de la chimenea.
Στη Δάφνη αρέσει να κάθεται και να ράβει δίπλα στο τζάκι τον χειμώνα.

ένθετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las mesas anidadas pueden guardarse en un espacio muy pequeño.

κάτι που μισώ, κάτι που απεχθάνομαι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάτι

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Buscamos algo para comer.
Ψάχνουμε να βρούμε κάτι να φάμε.

τμηματικός, αποσπασματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κάτι

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Algo me está molestando.
Κάτι με ενοχλεί.

στην αρμοδιότητα σου, που εξαρτάται από εσένα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mira, comprobar las instalaciones siempre ha sido cosa tuya.

τέτοιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Quitarte dinero de tu monedero? ¡Yo nunca haría algo semejante (or: tal cosa)!

ήρεμος, χαλαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κάθε άλλο παρά

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Su nueva novela es cualquier cosa menos aburrida.
Κάθε άλλο παρά ανιαρό είναι το βιβλίο του.

παραδόξως, περιέργως

expresión

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nunca me había saludado y, cosa rara, ese día se acercó y me dio un beso.

βήμα-βήμα, βήμα προς βήμα

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

το κομμάτι, το καθένα

locución adverbial

No puedo permitirme comprar ese vino de 20 pavos cada uno.

Τι κάνεις;

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το ένα φέρνει το άλλο

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Claro, empezaron a hablar de política, y una cosa lleva a la otra, terminaron discutiendo a los gritos.

τα υπόλοιπα είναι ήδη γνωστά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Conocí a tu madre en un bar, y el resto es historia.

τίποτα παραπάνω από, τίποτε παραπάνω από, τίποτα περισσότερο από, τίποτε περισσότερο από

locución preposicional

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La empatía no es otra cosa sino comprender los sentimientos de los demás.

όλα στην ώρα τους

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El doctor aseguró a la familia que el paciente sería dado de alta al día siguiente, todo a su debido tiempo.

να μη σε νοιάζει, κοίτα τη δουλειά σου, δεν σε αφορά

locución adverbial (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Qué cuánto gano? ¡No es cosa tuya!

σιγά το πράγμα, σιγά το πράμα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σιγουράκι

(coloquial) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σημαντικό θέμα

No puedo jugar ahora; tengo cosas importantes que hacer.

αδιάφορος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Roger dijo que no era religioso, y que para él eso era una cosa sin importancia.

δεν είναι μικρό πράγμα, δεν είναι αστεία υπόθεση, δεν είναι αστείο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No es chiste agarrarse los dedos con la puerta del auto.

δεν είναι να το παίρνεις αψήφιστα, δεν είναι μικρό πράγμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Resbalarse en el hielo no es un asunto de risa: te podrías romper el cuello.

κάτι άλλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pedro quería gambas para cenar, pero tuvo que conformarse con otra cosa.
Ο Σαμ ήθελε γαρίδες για βραδινό, αλλά έπρεπε να συμβιβαστεί με κάτι άλλο.

ασήμαντος, αδιάφορος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sé que es una insignificancia, pero me molesta el taconeo de tus zapatos.
Ξέρω ότι είναι κάτι το ασήμαντο, αλλά με ενοχλεί το ότι χτυπάς συνεχώς το πόδι σου στο πάτωμα.

κάτι άλλο, κάτι ακόμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Comiste la última porción de torta que quedaba y, otra cosa, no queda más pan. ¿También te lo comiste tú?
Ένα άλλο πράγμα που με εκνευρίζει είναι ότι καπνίζει την στο τραπέζι.

σημαντικό, καίριο σημείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

για παιδιά, παιδικός

locución nominal femenina (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las damas son un juego de niños, ¡juguemos al ajedrez!

περασμένα ξεχασμένα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La pelea que tuvieron las chicas ya es cosa del pasado.

παράξενο, αλλόκοτο, περίεργο, μυστήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τρομερό περιστατικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ασχημόπραγμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los celos son una cosa fea.

καταπληκτικό

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El amor es una cosa maravillosa. Que te paguen por hacer lo que te gusta es una cosa maravillosa.
Η αγάπη είναι καταπληκτική. Να πληρώνεσαι για να κάνεις αυτό που αγαπάς είναι καταπληκτικό.

οτιδήποτε άλλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Te traigo algo más de la tienda?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θέλεις να πάρω οτιδήποτε άλλο από τα μαγαζιά;

περιστροφέας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αυτός που παίρνει

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μόνο, αποκλειστικά

locución preposicional

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No se necesita ninguna otra cosa sino un violín para completar la orquesta.

οτιδήποτε

(κάτι)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Podría suceder cualquier cosa.
Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί.

οτιδήποτε, ό,τι

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Podemos hacer lo que sea que desees.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μπορούμε να κάνουμε οτιδήποτε (or: ό,τι) θέλεις.

κάτι, οτιδήποτε

locución nominal femenina

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

τίποτα άλλο

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando tengo ganas de helado, ninguna otra cosa sirve. No hay ninguna otra cosa que decir.
Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να πω.

πιστεύω οτιδήποτε, πιστεύω το οτιδήποτε, πιστεύω τα πάντα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Es tan ingenua! Cree cualquier cosa.
Είναι τόσο αφελής, που πιστεύει το οτιδήποτε!

δεν έχω πολλά να πω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La maestra no dijo mucho sobre el incidente.

κπ/κτ δεν μου λέει και πολλά

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La nueva exposición de ese artista no me pareció gran cosa: me pareció trillada.

πιάνω κουβέντα

(έναρξη συζήτησης)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No sé cómo comportarme en una fiesta, me cuesta hablar de cosas sin importancia.

μετατρέπω σε

locución verbal (τροποποιώ)

Transformó sus viejos vaqueros en una pollera (o: falda) nueva.

φάσκω κι αντιφάσκω

locución verbal (contradecirse)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αλλιώς, διαφορετικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mientras que la mayoría fuimos al cine, John y Amy hicieron otra cosa y se fueron a un bar.
Ενώ οι περισσότεροι από εμάς πήγαν στον κινηματογράφο ο Τζον και η Έιμι έπραξαν διαφορετικά και πήγαν σε ένα μπαρ.

μετ' επιφυλάξεως παντός δικαιώματος

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si desestimaron la demanda sin efecto de cosa juzgada podrías entablarles un nuevo juicio pero tendrías que reunir más pruebas.

οτιδήποτε εκτός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Haré cualquier cosa excepto limpiar ventanas.

ότι να'ναι

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παρελθόν

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El sobrepeso dejó de ser un problema cuando se entusiasmó con los deportes.

μεταχειρισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mandy ahorró mucho dinero en cosas para su bebé gracias a las cosas usadas de su familia.

πανεύκολος, για μικρά παιδιά

expresión (figurado) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Yo podría hacer eso fácilmente, ¡es cosa de niños!

ασήμαντος

expresión

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παρείσακτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φορητός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σαν και

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

θολώνω τα νερά μεταξύ κτ και κτ

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφηγούμαι χωρίς ειρμό

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La película salta de una cosa a la otra, no tiene sentido.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cosa στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του cosa

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.