Τι σημαίνει το raide στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης raide στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του raide στο Γαλλικά.

Η λέξη raide στο Γαλλικά σημαίνει ίσιος, που μαγκώνει, απότομος, απόκρημνος, σκληρός, άκαμπτος, αλύγιστος, δύσκολος, κοπιαστικός, άχαρος, άγαρμπος, δυσκίνητος, απότομος, αγκαθωτός, στριμωγμένος, σφιγμένος, άκαμπτος, δύσκαμπτος, άφραγκος, αδέκαρος, απένταρος, που απεγνωσμένα χρειάζεται κτ, που έχει έλλειψη ρευστότητας, που έχει πρόβλημα ρευστότητας, τεντωμένος, κενός, ολόισιος, μετέωρος, επισφαλής, σχοινί, σκοινί, ακροσφαλής διπλωματία, ριψοκίνδυνη διπλωματία, παρακινδυνευμένη διπλωματία, απότομη κλίση, ακροβατώ σε τεντωμένο σχοινί, ακροβατώ, βρίσκομαι σε επισφαλή θέση, γίνομαι απότομος, μένω στον τόπο, περιορισμένος, λιγοστός, ερωτεύομαι, κάνω κάτι πιο απότομο, ερωτεύομαι σφόδρα, ερωτεύομαι τρελά, ερωτεύομαι σφόδρα, ερωτεύομαι τρελά, περπατώ αγέρωχα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης raide

ίσιος

adjectif (cheveux)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle a des cheveux raides qui descendent jusqu'aux épaules.

που μαγκώνει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cette poignée de porte est raide ; il est difficile d'ouvrir la porte.

απότομος, απόκρημνος

(pente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La maison se trouvait au sommet d'une colline escarpée.
Το σπίτι βρισκόταν στην κορυφή ενός απότομου λόφου.

σκληρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'enseignante a trouvé un morceau de carton rigide pour monter la photo.
Ο δάσκαλος χρησιμοποίησε ένα κομμάτι σκληρό χαρτόνι για να τοποθετήσει τη φωτογραφία.

άκαμπτος, αλύγιστος

adjectif (sans souplesse) (χωρίς ευλυγισία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δύσκολος, κοπιαστικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άχαρος, άγαρμπος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les mouvements raides de Simon sur la piste de danse ont fait rire tout le monde.
Όλοι γέλασαν με τις άχαρες (or: άγαρμπες) χορευτικές κινήσεις του Σάιμον στην πίστα.

δυσκίνητος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απότομος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dan leva les yeux en direction de la pente raide (or: escarpée) de la montagne et se demanda s'il serait possible de la gravir.
Ο Νταν κοίταζε επίμονα πάνω στην απότομη πλευρά του βουνού και αναρωτιόταν αν θα ήταν δυνατόν να σκαρφαλώσει εκεί πάνω.

αγκαθωτός

adjectif (poil)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les poils du sanglier sont durs et raides.

στριμωγμένος, σφιγμένος

(familier) (ανεπίσημο, μεταφορικά: οικονομικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Je suis un peu fauché pour l'instant. Est-ce que je peux te rembourser la semaine prochaine ?

άκαμπτος, δύσκαμπτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce bois est trop rigide pour travailler avec.
Αυτό το ξύλο είναι υπερβολικά δύσκαμπτο για επεξεργασία.

άφραγκος, αδέκαρος, απένταρος

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που απεγνωσμένα χρειάζεται κτ

(en manque d'argent, de temps) (χρήματα, χρονος κ.τ.λ.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει έλλειψη ρευστότητας, που έχει πρόβλημα ρευστότητας

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τεντωμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La corde est si tendue (or: raide) qu'elle ne bouge pas quand on la tire.
Ο σπάγκος είναι τόσο τεντωμένος που ούτε καν κινείται όταν τον τραβάς.

κενός

adjectif (figuré : inexpressif) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'air crispé de la patronne ne laissait pas deviner ce qu'elle pensait.
Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν το αφεντικό, λόγω του ανέκφραστου προσώπου του.

ολόισιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μετέωρος, επισφαλής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σχοινί, σκοινί

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le casse-cou envisage de traverser le Grand Canyon sur une corde raide.

ακροσφαλής διπλωματία, ριψοκίνδυνη διπλωματία, παρακινδυνευμένη διπλωματία

απότομη κλίση

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακροβατώ σε τεντωμένο σχοινί

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακροβατώ

locution verbale (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βρίσκομαι σε επισφαλή θέση

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γίνομαι απότομος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

μένω στον τόπο

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il a eu une crise cardiaque et est tombé raide mort.

περιορισμένος, λιγοστός

(personne, familier) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je suis un peu raide, je n'irai donc pas en Afrique cette année.
Ο προϋπολογισμός είναι κάπως περιορισμένος, έτσι δεν θα πάω στην Αφρική φέτος.

ερωτεύομαι

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Après l'avoir fréquenté pendant deux semaines, je suis tombée raide dingue amoureuse de lui.

κάνω κάτι πιο απότομο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ερωτεύομαι σφόδρα, ερωτεύομαι τρελά

(κάποιον)

ερωτεύομαι σφόδρα, ερωτεύομαι τρελά

(κάποιον)

περπατώ αγέρωχα

locution verbale

Lorsque Lisa l'a insulté, John s'est simplement retourné et est parti d'un pas raide.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του raide στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του raide

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.