Τι σημαίνει το raro στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης raro στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του raro στο ισπανικά.

Η λέξη raro στο ισπανικά σημαίνει σπάνιος, αλλόκοτος, παράδοξος, σπάνιος, περίεργος, παράξενος, παράξενος, αλλόκοτος, σπάνιος, τερατώδης, αλλόκοτος, παράξενος, ανώμαλος, ξένος, εκκεντρικός, παράξενος, περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος, ιδιόρρυθμος, αλλόκοτος, παράξενος, μυστήριος, αλλόκοτος, παράξενος, περίεργος, παράξενος, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, παράξενος, περίεργος, σπάνιος, περίεργος, παράξενος, περίεργος, παράξενος, χαλασμένος, εκκεντρικός, ιδιαίτερος, διαφορετικός, αλλόκοτος, παράξενος, περίεργος, παλαβιάρης, παράξενος, περίεργος, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, απίστευτος, απίθανος, ασυνήθιστος, σπάνιος, τρελούτσικος, αντισυμβατικός, παλαβός, αλλόκοτος, κουλός, κουφός, εκκεντρικός, ύποπτος, ασυνήθιστος, εκκεντρικός, περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος, περίεργος, παράξενος, περίεργα, περίεργος, παράξενος, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος, εκκεντρικός, παράξενος, περίεργος, παραδόξως, αναπάντεχα, απρόσμενα, φρούτο, λοξός, λοξή, μπαγαποντιά, πονηριά, βρωμοδουλειά, ευγενές αέριο, αδρανές αέριο, περίεργος/αλλόκοτος/εκκεντρικός τύπος, φρούτο, παράξενη εξωτερική εμφάνιση, παράξενο, αλλόκοτο, περίεργο, μυστήριο, αντικανονική ενέργεια, σπάνιο χάρισμα, μοναδικό χάρισμα, δεν είναι για καλό, τι να πεις, ιδιόρρυθμος τύπος, πιο παράξενος, πιο περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης raro

σπάνιος

adjetivo (infrecuentes)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los eclipses son raros.
Οι εκλείψεις είναι σπάνιες.

αλλόκοτος, παράδοξος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Un gato de tres piernas? ¡Qué raro!
Μια γάτα με τρία πόδια; Αυτό είναι αλλόκοτο (or: παράδοξο)!

σπάνιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los osos son escasos en este área.

περίεργος, παράξενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Se quedó en su casa el viernes a la noche? Qué raro.
Έμεινε σπίτι Παρασκευή βράδυ; Περίεργο (or: παράξενο)...

παράξενος, αλλόκοτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ocurrió un accidente raro entre un monociclo y un autobús.
Έγινε ένα μυστήριο ατύχημα με ένα μονόκυκλο και ένα λεωφορείο.

σπάνιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es raro encontrar osos en esta parte del parque.

τερατώδης, αλλόκοτος, παράξενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La marca de nacimiento que tiene Betty en su pierna es de un color raro.

ανώμαλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκκεντρικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παράξενος, περίεργος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es raro que ella no fuera directamente a su casa después del trabajo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο καθηγητής έκανε κάτι κουλό χτες· δεν μας έβαλε ασκήσεις για το σπίτι.

παράξενος, αλλόκοτος, ιδιόρρυθμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su raro amigo nuevo tiene el pelo naranja y las uñas pintadas de azul.
Ο μυστήριος καινούργιος φίλος της έχει πορτοκαλί μαλλιά και μπλε νύχια στα χέρα.

αλλόκοτος, παράξενος, μυστήριος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Está envuelto en algún negocio raro con autos usados.
Ασχολείται με μια παράξενη δουλειά με μεταχειρισμένα αμάξια.

αλλόκοτος, παράξενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Me dio vergüenza que mi hijo fuera a la iglesia con ropa rara.

περίεργος, παράξενος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es raro que nos tropezáramos con ellos en las vacaciones.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν είναι κουλό που σε μια τόσο μεγάλη παραλία βρεθήκαμε να καθόμαστε δίπλα την καθηγήτριά μας;

παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος

adjetivo (coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ese tipo era bastante raro. Se pasaba preguntando la hora.
Αυτός ο τύπος ήταν πολύ παράξενος. Ρωτούσε συνέχεια την ώρα.

παράξενος, περίεργος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su ropa es rara, con líneas que no están a la moda y con mucha piel.
Τα ρούχα της είναι παράξενα, με ξεπερασμένες γραμμές και πολλή γούνα.

σπάνιος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los tornados son algo raro en esta parte del país.
Οι ανεμοστρόβιλοι είναι σπάνιο φαινόμενο σε αυτό το μέρος της χώρας.

περίεργος, παράξενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hay un hombre raro con un disfraz de payaso en la calle.
Υπάρχει ένας περίεργος άνδρας που φορά ένα κουστούμι κλόουν στο δρόμο.

περίεργος, παράξενος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ese tipo es medio raro. Vámonos a otra parte.

χαλασμένος

adjetivo (τρόφιμο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Esta fruta huele un poco rara. Quizás se ha fermentado.
Το φρούτο μυρίζει λίγο περίεργα. Ίσως έχει μουχλιάσει.

εκκεντρικός, ιδιαίτερος, διαφορετικός

(forma de ser)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A Laura le encantaban las tendencias de moda raras, y siempre estaba buscando cosas nuevas.

αλλόκοτος, παράξενος, περίεργος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rastreé a un viejo amigo que no veía hace diez años en Facebook y al otro día me lo crucé en la calle, ¡fue muy raro!

παλαβιάρης

nombre masculino, nombre femenino (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

παράξενος, περίεργος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Patricio observó cómo el jarrón voló por la habitación por voluntad propia. "Eso sí que es peculiar" pensó.
Η Πατρίσια είδε το βάζο να πετάει μέσα στο δωμάτιο από μόνο του. «Λοιπόν, αυτό είναι περίεργο,» σκέφτηκε.

απίστευτος, απίθανος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ese hombre tiene un parecido asombroso con mi padre; ¡si no supiera que mi padre lleva muerto quince años, juraría que era él!
Αυτός ο άντρας έχει απίστευτη ομοιότητα με τον πατέρα μου. Εάν δεν ήξερα ότι ο μπαμπάς είναι νεκρός εδώ και δέκα πέντε χρόνια θα ορκιζόμουν ότι ήταν αυτός!

ασυνήθιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jugar en la nieve era una experiencia extraña para los niños.

σπάνιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi abuela estaba triste por mis visitas infrecuentes al hogar de ancianos.

τρελούτσικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντισυμβατικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La artista es conocida por su vestuario extravagante y su maquillaje.

παλαβός, αλλόκοτος

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Robert está loco, nunca sabes qué va a hacer.

κουλός, κουφός

(αργκό, μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκκεντρικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi tía es una anciana excéntrica que tiene 15 gatos.
Η θεία μου είναι μια εκκεντρική ηλικιωμένη γυναίκα που έχει δεκαπέντε γάτες.

ύποπτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rachel llamó a la policía porque había un hombre actuando de manera sospechosa en la calle.
Η Ρέιτσελ κάλεσε την αστυνομία, επειδή στον δρόμο ήταν ένας άντρας που συμπεριφερόταν με ύποπτο τρόπο.

ασυνήθιστος, εκκεντρικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A Keith se le ocurrieron varias ideas bizarras durante la sesión de lluvia de ideas.

περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El arte es fascinante, pero la exposición es curiosa.
Τα έργα τέχνης είναι εξαιρετικά, αλλά η έκθεσή τους είναι περίεργη.

περίεργος, παράξενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hay algo sospechoso en el hombre que está allá.

περίεργα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Se sentía distinto ese día. Debe haber sido lo que cenó la noche anterior.

περίεργος, παράξενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Qué extraño! ¿Quién lo hubiera imaginado?

ιδιαίτερος, ξεχωριστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John era un individuo extraño.

περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El postre era un extraño plato que tenía pescado como ingrediente.
Το επιδόρπιο ήταν ένα περίεργο πιάτο που είχε και ψάρι ανάμεσα στα συστατικά.

εκκεντρικός

(coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παράξενος, περίεργος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παραδόξως, αναπάντεχα, απρόσμενα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

φρούτο

(μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λοξός, λοξή

locución nominal masculina (καθομ, μειωτικό, μτφ)

ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τι κάνει η ζουρλοπαντιέρα ο θείος σου; Ακόμα έτσι ιδιόρρυθμος είναι;

μπαγαποντιά, πονηριά, βρωμοδουλειά

(oraciones negativas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Confiamos en dejarte solo, ¡así que nada raro!

ευγενές αέριο, αδρανές αέριο

El helio es un gas noble y a menudo se usa para inflar globos.

περίεργος/αλλόκοτος/εκκεντρικός τύπος

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Todos lo ven como un tipo raro por la forma como se viste.

φρούτο

(coloquial, figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tu tío es un bicho raro, debo decirte.

παράξενη εξωτερική εμφάνιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παράξενο, αλλόκοτο, περίεργο, μυστήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντικανονική ενέργεια

(figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El senador murió en un accidente de autos pero se sospecha que hubo juego sucio.

σπάνιο χάρισμα, μοναδικό χάρισμα

nombre masculino

Jerónimo tiene un raro don: sabe escuchar.

δεν είναι για καλό

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Cuando pone esa cara sé que está tramando algo.

τι να πεις

(irónico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ιδιόρρυθμος τύπος

(ES, coloquial)

¡Qué tío raro! Es la única persona que conozco que usa un tenedor para tomar sopa en vez de una cuchara.

πιο παράξενος, πιο περίεργος

(comparativo) (συγκριτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La nave alienígena era rara, pero lo que había en su interior era aún más extraño.

παράξενος, αλλόκοτος

locución nominal masculina

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El hombre que vive en esa casa es un tipo raro.
Ο άντρας που ζει σε εκείνο το σπίτι είναι παράξενος (or: αλλόκοτος).

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του raro στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.