Τι σημαίνει το me στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης me στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του me στο ισπανικά.

Η λέξη me στο ισπανικά σημαίνει με, Μέιν, μου, επισκοπική εκκλησία των μεθοδιστών, μου, ο εαυτός μου, ξέχασα, να πάρει!, πιάσιμο, καπάρωμα, αγκαζάρισμα, θα ήθελα, νομίζω, θα ήθελα, Συγγνώμη;, excuse-me, ονομάζομαι, βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει, κατά τη γνώμη μου, με την άδεια σου, φοβάμαι πως, φοβάμαι ότι, το ίδιο μου κάνει, χίλια συγγνώμη, Τι ώρα είναι;, είμαι μέσα, Λαμβάνεις;, μου φαίνεται, ορκίζομαι στη ζωή μου, ορκίζομαι να πεθάνω, να πάρει, να πάρει η οργή, να πάρει η ευχή, αυτό φοβάμαι, δε με νοιάζει, δε νομίζω, όχι κύριε, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω, σκασίλα μου!, επίτρεψέ μου, επιτρέψτε μου, κοίτα να δεις, μπράβο, έλα ντε! μακάρι να ήξερα!, Έλα!, εντάξει, πάσο, την κάνω, δεν έχω πρόβλημα, δεν με νοιάζει, μου αρέσει, μου αρέσεις, νομίζω, μου λείπεις, σιγά το πράγμα, σιγά το πράμα, να σε πάρει και να σε σηκώσει!, εώς εδώ και μη παρέκει, γάμα με!, γάμα μας!, Άντε!, Και πολύ καλά κάνεις!, Τι είπες;, Πως είπες;, Πως το πες αυτό;, καλό μου ακούγεται, καλό μου φαίνεται, καλό ακούγεται, καλό φαίνεται, τέλεια, τι με νοιάζει εμένα;, Τι λες τώρα!, Πλάκα κάνεις!, ό,τι είχα να πω το είπα, η τελική ευθύνη είναι του/της, Σίγουρα, Τι τύχη είναι αυτή;, με μεγάλη μου χαρά, ωχαδερφισμός, ζαμανφουτισμός, επισφαλής κατάσταση, έκκληση για ανακωχή, έκκληση για εκεχειρία, αν έχεις την καλοσύνη, αλήθεια, σοβαρά, ναι καλά!, Σώπα!, Τι λες τώρα;, ως εδώ, ως εδώ και μη παρέκει, Σώπα!, Άσε ρε!, Άντε ρε!, Έλα!, ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι, γάμα το, δεν με πειράζει, δεν έχω πρόβλημα, το έχω, πολύ θα' θελα, που τέτοια τύχη, καλή εντύπωση, τσατίζω, νευριάζω, θύμισέ μου, Καλό, ε;, αναρωτιέμαι, αναλαμβάνω εγώ, αναρωτιέμαι, με πρόλαβες, δεν πρόκειται να κάνω κτ, παραδίνομαι, κάνω Like. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης me

με

pronombre

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
¿Puedes ayudarme?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όταν τελειώσεις με τον αδερφό μου, έλα να βοηθήσεις και εμένα.

Μέιν

nombre propio masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μου

pronombre

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Préstame algo de dinero, por favor.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όποιος δανείσει χρήματα σε μένα, μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα τα πάρει πίσω.

επισκοπική εκκλησία των μεθοδιστών

nombre propio femenino (metodista episcopal)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Erin va a una iglesia ME.

μου

pronombre

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
¿Me echas una mano con esto? No puedo levantarlo solo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θύμωσες και δεν μας μιλάς!

ο εαυτός μου

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Siempre me miro en el espejo antes de salir de casa.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είπα στον εαυτό μου ότι θα προσπαθήσω να τελειώσω τη δουλειά.

ξέχασα

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Olvidé tu nombre. ¿Podrías repetírmelo?

να πάρει!

(vulgar) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Grité «¡mierda!» mientras la pelota se me resbalaba de nuevo de las manos.

πιάσιμο, καπάρωμα, αγκαζάρισμα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¡Pido ir en el asiento de adelante!
Εγώ έχω προλάβει το μπροστινό κάθισμα!

θα ήθελα

(cortesía)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me gustaría una taza de café, por favor.
Θα ήθελα ενα φλιτζάνι καφέ, ευχαριστώ.

νομίζω

(parecer: pres, 1a sglr)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θα ήθελα

(cortesía)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quisiera que te involucraras más en el sitio de la comunidad.
Θα ήθελα να συμμετέχεις περισσότερο στην ιστοσελίδα της κοινότητας.

Συγγνώμη;

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Perdón, no entendí muy bien lo que dijo.
Με συγχωρείτε; Δεν κατάλαβα καλά τι είπατε.

excuse-me

nombre masculino (voz inglesa) (είδος χορού)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ονομάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi nombre es Joe.
Ονομάζομαι Τζόι.

βρέξει χιονίσει, ότι και να γίνει

expresión (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Voy a terminar este maratón aunque me muera.

κατά τη γνώμη μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pienso que es demasiado joven para casarse y tener hijos.
Κατά τη γνώμη μου είναι πολύ μικρή για να παντρευτεί και να κάνει παιδιά.

με την άδεια σου

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si me lo permites quiero agregar algo más sobre el tema.

φοβάμαι πως, φοβάμαι ότι

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me temo que no hice un muy buen trabajo ayer.

το ίδιο μου κάνει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Te puedes quedar o irte, a mí me da igual.

χίλια συγγνώμη

(CR)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Τι ώρα είναι;

locución interjectiva (poco frecuente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι μέσα

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Λαμβάνεις;

(radiocomunicación)

μου φαίνεται

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ορκίζομαι στη ζωή μου, ορκίζομαι να πεθάνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mamá, limpiaré mi habitación por la mañana. Si no, ¡que me caiga muerto!

να πάρει, να πάρει η οργή, να πάρει η ευχή

(ES, AR: vulgar) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Me cago en la leche! ¡Me golpeé la rodilla contra el escritorio de nuevo!
Να πάρει! Χτύπησα ξανά το γόνατό μου στο θρανίο!

αυτό φοβάμαι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
-¿De veras tengo que hacer el examen? -Me temo que sí. Es obligatorio.

δε με νοιάζει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡No puedes salir así vestido, te vas a enfermar! ¡No me importa!
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. «Πληγώθηκε με αυτά που του είπες». «Σκασίλα μου.»

δε νομίζω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando Tom me preguntó si Sally iba a venir a la fiesta, le respondí «no creo».

όχι κύριε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No, señor: no voy a pulirle los zapatos.

ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Beryl podría convertirse en mi nueva jefa: ¡Dios no lo quiera!

σκασίλα μου!

locución interjectiva (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si quieres arruinarte la vida dejando la escuela, ¿a mí qué me importa?
Θες να παρατήσεις το σχολείο και να καταστρέψεις τη ζωή σου; Σκασίλα μου!

επίτρεψέ μου, επιτρέψτε μου

(formal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"¡Permítame a mí!" dijo un botones, y cogió mi maleta pesada.
«Επιτρέψτε μου» είπε ένας γκρουμ, και πήρε τη βαριά βαλίτσα μου.

κοίτα να δεις, μπράβο

locución interjectiva

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Mi hermana espera mellizos. ¿Qué me dices?

έλα ντε! μακάρι να ήξερα!

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
- ¿Quién se comió mis galletitas? - ¡A mí que me revisen! ¡Yo acabo de llegar!

Έλα!

(AR, coloquial)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Qué me decís? (or: ¿qué me contás?) ¡Llegamos a tiempo después de todo!

εντάξει, πάσο

interjección

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Si es lo que realmente quieres, me parece justo.
Εάν πραγματικά αυτό θέλεις, εντάξει (or: πάσο).

την κάνω

locución interjectiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lo siento, tengo que irme, el taxi me espera.

δεν έχω πρόβλημα, δεν με νοιάζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Podemos ir al cine o a los bolos, ¿qué prefieres? Me da lo mismo.
«Μπορούμε να πάμε σινεμά ή για μπόουλινγκ με δέκα κορίνες. Τι προτιμάς να κάνουμε;» «Δεν έχω πρόβλημα (or: δεν με νοιάζει).»

μου αρέσει

locución interjectiva

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Qué vestido tan bonito! Me gusta.

μου αρέσεις

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Me caes bien. Pareces una muy buena persona.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μου αρέσεις αρκετά αλλά δεν σ' αγαπάω. Μου αρέσεις. Φαίνεσαι πολύ καλός άνθρωπος.

νομίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
—¿Viene con nosotros? —Eso creo, pero deja que lo llame y te confirmo.

μου λείπεις

locución interjectiva

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Cariño mío, ¡me haces falta!

σιγά το πράγμα, σιγά το πράμα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

να σε πάρει και να σε σηκώσει!

(,AR, vulgar) (καθομιλουμένη, μειωτικό)

εώς εδώ και μη παρέκει

interjección

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γάμα με!, γάμα μας!

locución interjectiva (vulgar) (μτφ, χυδαίο: έκπληξη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Cómo que nos van a despedir?, ¡no me jodas!

Άντε!

locución interjectiva (irónico) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Estuviste comiendo chocolate todo el día y ahora te duele el estómago? No me digas...

Και πολύ καλά κάνεις!

locución interjectiva (AR, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Τι είπες;, Πως είπες;, Πως το πες αυτό;

locución interjectiva (έκπληξη, δυσφορία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλό μου ακούγεται, καλό μου φαίνεται, καλό ακούγεται, καλό φαίνεται

locución interjectiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
'¿Vamos al cine?" preguntó ella. "¡Me parece bien!" contestó él, y la pasó a buscar.

τέλεια

locución interjectiva

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Mariano, te venís con nosotros a tomar una cerveza? --¡Me parece fantástico!

τι με νοιάζει εμένα;

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando Mary me dijo que su hijo iba a ir a Harvard yo le dije "¿Y a mí qué me importa? No es mi hijo".

Τι λες τώρα!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Πλάκα κάνεις!

locución interjectiva (AR)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ό,τι είχα να πω το είπα

(irónico, coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Así que estás de acuerdo conmigo? La fiscalía descansa.

η τελική ευθύνη είναι του/της

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Σίγουρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Τι τύχη είναι αυτή;

locución interjectiva

με μεγάλη μου χαρά

locución interjectiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"¿Te gustaría ir a tomar algo?". "Me encantaría".

ωχαδερφισμός, ζαμανφουτισμός

expresión (AR, vulgar)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ese primo tuyo es una vergüenza, con esa actitud de todo me chupa un huevo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν υπάρχει περίπτωση να τον προσλάβω με τέτοιο ζαμανφουτισμό που επιδεικνύει.

επισφαλής κατάσταση

expresión (coloquial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Todo el sistema eléctrico está que mírame y no me toques, o hacen una buena inversión para dejarlo en condiciones o en cualquier momento se incendia o explota todo.

έκκληση για ανακωχή, έκκληση για εκεχειρία

locución interjectiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αν έχεις την καλοσύνη

expresión

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le pediría que me acompañe, si me hace el favor, lo conduciré a la oficina del director.

αλήθεια, σοβαρά

(έκπληξη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡No me digas! ¿De verdad vas a hacer eso?
Αλήθεια (or: Σοβαρά); Σκοπεύεις στ' αλήθεια να το κάνεις;

ναι καλά!

(AR, escéptico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Vas a ayudarme a limpiar la casa? ¡Pero por favor!
Θα με βοηθήσεις να καθαρίσω το σπίτι; Ναι καλά!

Σώπα!, Τι λες τώρα;

(coloquial)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Que Jane se casa? ¡No me digas! Pensaba que se quedaría soltera para siempre.
Η Τζέιν παντρεύεται; Αποκλείεται! Νόμιζα ότι θα είναι για πάντα εργένισσα.

ως εδώ, ως εδώ και μη παρέκει

expresión (fam)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Me cansé! ¡Estás despedido! ¡Despeja tu escritorio y vete!
Ως εδώ! Όλη αυτή η φασαρία πρέπει να σταματήσει!

Σώπα!, Άσε ρε!, Άντε ρε!, Έλα!

(irónico, sorpresa) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Compraste esa camisa por $10? ¡Mentira!

ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι

locución verbal

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Bueno, no estaba diciendo que fueras una mala persona. Tú me entiendes.

γάμα το

locución interjectiva (vulgar) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡A la mierda ¡Si no podemos tomar una decisión nos quedamos aquí y ya!

δεν με πειράζει, δεν έχω πρόβλημα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No me importa si te sientas a mi lado.
Δεν με πειράζει να κάτσεις δίπλα μου.

το έχω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No te preocupes por lavar los platos, yo lo hago.
Μην ανησυχείς για το πλύσιμο των πιάτων. Το 'χω εγώ.

πολύ θα' θελα, που τέτοια τύχη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Si me gané la lotería? ¡Ya me gustaría!
Αν κέρδισα το λαχείο; Πού τέτοια τύχη;

καλή εντύπωση

expresión (coloquial) (για κπ)

Me late que te irá bien en esta compañía.

τσατίζω, νευριάζω

expresión (PR, coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me saca la piel cómo no te deja hablar.

θύμισέ μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Cómo era el nombre de tu novio, de nuevo?
Πώς είπαμε ότι λένε το αγόρι σου;

Καλό, ε;

locución interjectiva (AR)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναρωτιέμαι

expresión

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναλαμβάνω εγώ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναρωτιέμαι

expresión

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

με πρόλαβες

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν πρόκειται να κάνω κτ

παραδίνομαι

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"¡Me rindo!" gritó el niño, y su hermano lo soltó.

κάνω Like

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le deseé feliz cumpleaños a Danny y el puso me gusta en mi comentario.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του me στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του me

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.