Τι σημαίνει το rattled στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rattled στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rattled στο Αγγλικά.
Η λέξη rattled στο Αγγλικά σημαίνει κροταλίζω, κουνάω, κουνώ, κροτάλισμα, κουδουνίστρα, κρόταλο, κροταλίζω, ταράζω, αναστατώνω, λέω κτ απ' έξω, λέω κτ νεράκι, φλυαρώ, πετάω, επιθανάτιος ρόγχος, προσπαθώ να τρομάξω κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rattled
κροταλίζωintransitive verb (make rattling noise) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The box rattled when Tina shook it. Το κουτί κουδούνισε όταν το κούνησε η Τίνα. |
κουνάω, κουνώtransitive verb (shake and make noise) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Edgar rattled his keys. Ο Έντγκαρ κούνησε το μπρελόκ του. |
κροτάλισμαnoun (rattling noise) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The car had developed a worrying rattle, so Andy took it to the garage. Το αυτοκίνητο είχε αρχίσει να κάνει ένα ανησυχητικό κουδούνισμα ακουγόταν κι έτσι η Άντι το πήγε στο συνεργείο. |
κουδουνίστραnoun (baby's toy) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Maggie shook the baby's rattle. Η Μάγκι κούνησε την κουδουνίστρα του μωρού. |
κρόταλοnoun (on snake) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Rattlesnakes are snakes that have a rattle at the end of their tails. Οι κροταλίες είναι φίδια που έχουν κρόταλο στο τέλος της ουράς τους. |
κροταλίζωintransitive verb (move with rattling noise) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The old car rattled along the road. |
ταράζω, αναστατώνωtransitive verb (upset) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ben's outburst really rattled Steve. |
λέω κτ απ' έξωphrasal verb, transitive, separable (UK, informal (recite) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λέω κτ νεράκιphrasal verb, transitive, separable (informal (recite quickly) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φλυαρώphrasal verb, intransitive (informal (talk at length) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rachel rattled on about her holiday, but Lisa wasn't really listening. |
πετάωphrasal verb, transitive, separable (UK, informal (produce [sth] hastily: words, sound) (μεταφορικά: λόγια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιθανάτιος ρόγχοςnoun (sound) |
προσπαθώ να τρομάξω κπintransitive verb (figurative (try to intimidate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You can sabre-rattle all you want; you won't change my mind. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rattled στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του rattled
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.