Τι σημαίνει το raw στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης raw στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του raw στο Αγγλικά.

Η λέξη raw στο Αγγλικά σημαίνει ωμός, ερεθισμένος, ακατέργαστος, ακατέργαστος, καθαρός, ανοιχτός, ωμός, άκομψος, ευαίσθητο σημείο, γυμνός, ωμός, ακατέργαστη άλμη, ανεπεξέργαστα δεδομένα, αδικία, αρχείο RAW, ωμό ψάρι, αμοντάριστο υλικό, ακατέργαστο καύσιμο, πρώτες ύλες, ωμό κρέας, νωπό γάλα, ωμό στρείδι, ανεπεξέργαστη βαθμολογία, ακατέργαστη βαθμολογία, ακατέργαστα λύματα, ακατέργαστο μετάξι, ακατέργαστη ζάχαρη, ωμό λαχανικό, μη επεξεργασμένο νερό, σκελετωμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης raw

ωμός

adjective (uncooked)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Not everyone who orders a steak Tartar knows it consists of raw meat.
Δεν ξέρουν όλοι όσοι παραγγέλνουν στέικ ταρτάρ, ότι αποτελείται από ωμό κρέας.

ερεθισμένος

adjective (skin: tender)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
His skin was raw after the rubbing of his new pants.
Το δέρμα του ήταν ερεθισμένο, λόγω της τριβής πάνω στο καινούριο του παντελόνι.

ακατέργαστος

adjective (figurative (untrained) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Never had the coach seen such raw talent in an aspiring gymnast.
Ο προπονητής ποτέ δεν είχε δει ένα τόσο ακατέργαστο ταλέντο σ' έναν ανερχόμενο αθλητή της ενόργανης.

ακατέργαστος

adjective (unprocessed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mother asked me to buy her metres of raw silk.

καθαρός

adjective (pure) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My detachment melted away into raw emotion.

ανοιχτός

adjective (wound: exposing flesh)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He had a raw wound in his left arm that was still bleeding.

ωμός

adjective (figurative (totally frank) (μτφ: για κάτι αρνητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She gives everyone her raw opinion.

άκομψος

adjective (figurative (crude)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The friend's raw sense of humour was not always popular.

ευαίσθητο σημείο

noun (UK, informal, figurative (sensitive point)

Touched on the raw, she stomped out of the room.
Πέτυχαν την αχχίλειο πτέρνα της και εκείνη όρμησε έξω από το δωμάτιο.

γυμνός

adverb (naked)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When no one was around, they went swimming in the raw.

ωμός

adjective (natural, unrefined) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was no stranger to city politics in the raw.

ακατέργαστη άλμη

noun (unpurified salt water)

ανεπεξέργαστα δεδομένα

noun (computing: unprocessed information)

It's not enough just to gather raw data: one has to interpret it meaningfully.

αδικία

noun (figurative, informal (unjust treatment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They had no reason at all to fire me; I really got a raw deal.

αρχείο RAW

noun (digital photography: unconverted image) (ψηφιακή φωτογραφία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ωμό ψάρι

noun (food: fish that is uncooked)

Despite the popularity of sushi, raw fish is not usually considered healthy to eat.

αμοντάριστο υλικό

noun (unedited film recording)

ακατέργαστο καύσιμο

noun (unprocessed substance used as energy)

πρώτες ύλες

plural noun (unprocessed substances)

Sand and cement are the raw materials needed to make concrete.
Η άμμος και το τσιμέντο είναι οι πρώτες ύλες που χρειάζονται για να φτιαχτεί το σκυρόδεμα.

ωμό κρέας

noun (uncooked animal flesh)

νωπό γάλα

noun (unprocessed milk)

ωμό στρείδι

noun (edible mollusc served uncooked)

ανεπεξέργαστη βαθμολογία, ακατέργαστη βαθμολογία

noun (actual test result)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My raw score on the math test was 65 percent, but it was the best in the class, so the percentile score was 100 percent.

ακατέργαστα λύματα

noun (untreated effluent)

ακατέργαστο μετάξι

noun (silk which has yet to be treated)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
John prefers to wear shirts made from raw silk because he's allergic to most chemical dyes.

ακατέργαστη ζάχαρη

noun (unprocessed cane sugar)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ωμό λαχανικό

noun (uncooked edible plant)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Most doctors agree that Americans don't eat enough raw vegetables.

μη επεξεργασμένο νερό

noun (water that is unpurified)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σκελετωμένος

adjective (US (lean with prominent bones) (μτφ: υπερβολικά αδύνατος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του raw στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του raw

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.